Η αιώνια γοητεία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ



Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έφυγε από την ζωή στις 16 Σεπτεμβρίου 2025 σε ηλικία 89 ετών. Ένας ασυμβίβαστος ηθοποιός και σκηνοθέτης, υπεύθυνος για το φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου του Sundance και με οξύ περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, δεν βολεύτηκε στην πασιφανή ομορφιά του και στην αδιαμφισβήτητη γοητεία που ασκούσε μέσα από τον κινηματογραφικό φακό ούτε και προσπάθησε να παλιμπαιδίσει στα γεράματα. Αποδέχτηκε τους ρόλους της ηλικίας του και έκανε πλέον σποραδικές εμφανίσεις. Στην ουσία ο τελευταίος μεγάλος ρόλος του ήταν στην πόλη γλυκιά ταινία του David Lowery, The Old Man and the gun του 2018. Αλλά κάθε ιστορία έχει και μια αρχή.

Ο Ρέντφορντ γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1936 στην Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια έχοντας ιρλανδικές και αγγλικές καταβολές αλλά με γονείς γεννημένους στις ΗΠΑ. Υπήρξε κακός μαθητής με ενδιαφέρον μόνο για τις τέχνες και τα αθλήματα, θα ταξιδέψει σε Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία και θα σπουδάσει τελικά ζωγραφική στο Μπρούκλιν και υποκριτική στην Νέα Υόρκη στο American Academy of Dramatic Arts. Το 1959 θα ξεκινήσει η καριέρα του στο θέατρο, στο Broadway αλλά και στην τηλεόραση με κάποιες σύντομες εμφανίσεις σε σειρές της εποχής, όπως στο Naked City, Maverick, Alfred Hitchcock Presents και The Twilight Zone. Στο σινεμά θα κάνει το ντεμπούτο του το 1960 με την μεταφορά του θεατρικού έργου Tall Story με το οποίο έκανε το θεατρικό του ντεμπούτο την προηγούμενη χρονιά. Σε αυτή την ταινία θα κάνει το ντεμπούτο της και μια ηθοποιός με την οποία θα συνδεόταν ο Ρέντφορντ καλλιτεχνικά, η Jane Fonda. Στην ταινία βέβαια ο ηθοποιός έχει έναν πολύ μικρό ρόλο, πρωταγωνιστής πλάι στην Fonda, είναι ο Anthony Perkins. Το 1962 θα κάνει την δεύτερη ταινία του και πρώτη με μεγάλο ρόλο, στο πολεμικό δράμα War Hunt. Το 1965 θα παίξει στο Inside Daisy Clover με την Natalie Wood και τον Christopher Plummer, όπου θα υποδυθεί έναν bisexual νεαρό ηθοποιό. Για την ερμηνεία του θα κερδίσει Χρυσή Σφαίρα καλύτερου νέου ηθοποιού. Έτσι θα αρχίσουν σιγά σιγά οι μεγάλες συνεργασίες.


Το 1966 θα πρωταγωνιστήσει πλάι στην Natalie Wood στο The Property is Condemned του Sydney Pollack σε σενάριο μεταξύ άλλων και του Francis Ford Coppola. Την ίδια χρονιά παίζει και στην ταινία του Arthur Penn, The Chase, πλάι στους Marlon Brando και Jane Fonda. Την επόμενη χρονιά θα συνεργαστεί ξανά με την Fonda ως το πρωταγωνιστικό ζευγάρι στην μεγάλη επιτυχία, Barefoot in the Park, σε σενάριο του Neil Simon βασισμένο στο δικό του θεατρικό έργο. Τότε έγινε το απόλυτο είδωλο, ο ξανθός άγγελος που όλοι ήθελαν. Για να αποφύγει την τυποποίηση αρνήθηκε ρόλους σε ταινίες όπως το Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Πρωτάρη του Mike Nichols αμφότερα. Αντιθέτως, επέλεξε το επιτυχημένο γουέστερν Butch Cassidy and the Sundance Kid (1969), στο οποίο συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον φίλο του στην πορεία και επίσης είδωλο, Paul Newman. Έπειτα από κάνα δυο αποτυχίες το 1970 και 1971, επιστρέφει το 1972 με την πολιτική σάτιρα The Candidate του Michael Ritchie, δείχνοντας πως ενδιαφέρεται για ένα σινεμά που θίγει κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα ανάμεσα σε άλλα. Ακολούθησαν μια σειρά επιτυχημένων ταινιών, όπως το γουέστερν του Sydney Pollack, Jeremiah Johnson, το ρομάντζο επίσης του Pollack με την Barbra Streisand, The Way We Were (1973) που έχει μείνει κλασικό, το The Sting την ίδια χρονιά στο οποίο ξαναβρέθηκε με τον Paul Newman, για το οποίο προτάθηκε για Όσκαρ ανδρικής ερμηνείας. Το 1974 θα πρωταγωνιστήσει στην μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του F. Scott Fitzgerald, The Great Gatsby, πλάι στην Mia Farrow, σε σενάριο του Francis Ford Coppola. Το 1975 θα συνεργαστεί ξανά με τον Pollack στο κατασκοπευτικό Three Days of the Condor με την Faye Dunaway και το 1976 θα επιστρέψει σε πολιτικές ταινίες με το All the President's Men του Alan J. Pakula πλάι στον Dustin Hoffman. Ο Ρέντφορντ αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου για να το κάνει ταινία και στην αρχή είχε πλησιάσει τον Al Pacino για τον άλλον ρόλο. Η ταινία που αναδεικνύει την προσπάθεια δημοσιογράφων να ξεσκεπάσουν πολιτικά σκάνδαλα, συγκεκριμένα το Watergate, τιμήθηκε με οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ. Η συνεχής και αδιάλειπτη επιτυχία θα σταματήσει τα επόμενα δύο χρόνια με μικρές επιτυχίες, όπως το 1979 με την επανασύνδεση με την Jane Fonda στο The Electric Horseman του Sydney Pollack. Το 1978 θα δημιουργήσει το φεστιβάλ Sundance από τον ομώνυμο ρόλο του. 

Το 1980 θα επανασυστηθεί στο κοινό πλέον και ως σκηνοθέτης με το Ordinary People. Μια μεγαλοοαστική οικογένεια που χάνει τον γιο της μετατρέπεται σε ένα πολυεπίπεδο και συγκινητικό δράμα με πολύ καλές ερμηνείες από τους Donald Sutherland και Timothy Hutton μεταξύ άλλων. Η ταινία θα κερδίσει τέσσερα Όσκαρ, καλύτερης ταινίας, σεναρίου, Β Ανδρικού Ρόλου για τον νεότερο νικητή του βραβείου Timothy Hutton και σκηνοθεσίας για τον Ρέντφορντ. Δεν είχε καταφέρει μέχρι στιγμής (και ποτέ δεν πήρε εν τέλει) να πάρει Όσκαρ ως ηθοποιός -έχοντας μάλιστα μόνο μια υποψηφιότητα- και πήρε ως σκηνοθέτης με την πρώτη του ταινία. Ο Ρέντφορντ είναι η περίπτωση Κλιντ Ίστγουντ: σίγουρα καλός ηθοποιός αλλά ίσως καλύτερος σκηνοθέτης. Την ίδια χρονιά θα έπαιζε ως ηθοποιός στο λησμονημένο δράμα φυλακής Brubaker, στο οποίο ο Morgan Freeman κάνει μια από τις πρώτες του εμφανίσεις. Η επιτυχία θα έρθει ξανά το 1985 με το Out of Africa, πάλι του Sydney Pollack και φυσικά την Meryl Streep, ήδη νικήτρια δύο εκ των τριών Όσκαρ της. Υπήρξε μεγάλη επιτυχία της χρονιάς και κέρδισε επτά Όσκαρ, όπως και το καλύτερης ταινίας. Ο ηθοποιός παρόλα αυτά δεν προτάθηκε καν, δείχνοντας πως η Ακαδημία ποτέ δεν τον αναγνώρισε ως ηθοποιό για το ταλέντο του, ενώ τιμούσε τις ταινίες που έπαιζε ή σκηνοθετούσε. Ίσως τον έβλεπε ως τον όμορφο ηθοποιό που απλώς παίζει οκ, σαν τον Brad Pitt που αν θεωρήσουμε πως ο George Clooney ακολούθησε τα χνάρια του Cary Grant, τότε ο Pitt ακολούθησε εκείνα του Newman και του Redford. Έτσι και ο Pitt έπρεπε να μεγαλώσει και να κάνει μια κωμική ερμηνεία στην ταινία του Ταραντίνο για να αναγνωριστεί η αξία του.


Ακολούθησαν μέτριες επιτυχές μέχρι το 1988, όταν και σκηνοθέτησε την δεύτερη ταινία του, The Milagro Beanfield War, μια ταινία που αναδεικνύει την ατομική ηρωική προσπάθεια για το συλλογικό καλό, κόντρα στις μεγάλες, καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Μπορεί ούτε αυτή να έκανε εισπρακτική επιτυχία, αλλά τον έφερε στο Φεστιβάλ των Καννών και κέρδισε ένα Όσκαρ μουσικής η ταινία, παραδίδοντας ένα αξιόλογο σκηνοθετικό δείγμα. Καλύτερα θα πήγαιναν οι επόμενες δύο σκηνοθετικές δουλειές του, το A River Runs Through It (1992) και Quiz Show (1994). Το πρώτο προτάθηκε για τρία Όσκαρ και κέρδισε ένα, ενώ ο ίδιος προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας και το δεύτερο με πλούσιο καστ (John Torturro, Ralph Fiennes, Hanz Azaria, μέχρι και Martin Scorsese) προτάθηκε για τέσσερα Όσκαρ και πολύ καλές κριτικές αν και δεν τα πήγε τόσο καλά εισπρακτικά. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο, έπαιξε στην μεγάλη επιτυχία, Indecent Proposal με τους Demi Moore και Woody Harrelson. Έκανε μεγάλη επιτυχία αν και δέχτηκε πόλεμο από φεμινίστριες της εποχής για την απόδοση της σεξεργασίας αλλά και την εικόνα της γυναίκας. Γενικά δεν εμφανίζεται συχνά στο σινεμά οπότε μετά θα παίξει πάλι το 1996 στο Up Close and Personal με την Michelle Pfeiffer και το 1998 στο The Horse Whisperer που είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετεί και παίζει. 

Το 2000 θα σκηνοθετήσει το αθλητικό δράμα The Legend of Bagger Vance με τους νεαρούς Matt Damon, Will Smith και Charlize Theron αλλά δεν έκανε κάποια επιτυχία. Θα επανέλθει στο προσκήνιο χωρίς να είναι μεγάλη επιτυχία με το θρίλερ Spy Game του Tony Scott έχοντας πλάι τον Brad Pitt. Το 2004 θα βγάλει το ντοκιμαντέρ, The Sacred Planet, που δείχνει την περιβαλλοντική του ευαισθητοποίηση. Μέσα σε αυτά τα χρόνια δεν θα κάνει κάποια μεγάλη επιτυχία ή ιδιαίτερα αξιόλογη ταινία, αλλά ως παραγωγός θα βρεθεί πίσω από την πολύ καλή ταινία του Βραζιλιάνου Walter Salles, The Motorcycle Diaries (2004). Το 2007 θα ήταν η μεγάλη του επιστροφή, καθώς επιστρέφει στην σκηνοθεσία, στο πολιτικό θρίλερ και σε μια συνεργασία που έγραψε ιστορία με την Meryl Streep. Το Lions for Lambs με Redford, Streep και Tom Cruise απογοήτευσε γενικά καθώς ήταν κατώτερο των προσδοκιών. Το 2010 θα σκηνοθετήσει το The Conspirator για την δολοφονία του Λίνκολν και το 2012 την τελευταία του σκηνοθετική δουλειά, το The Company You Keep στο οποίο πρωταγωνιστεί. Τελικά η επάνοδος θα έρθει το 2013 με την ταινία του J.C. Chandor, All is Lost, στην οποία δίνει μια καθηλωτική ερμηνεία για την οποία προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα αλλά όχι για Όσκαρ. Το 2014, όπως τόσοι, θα βρεθεί και αυτός στον κόσμο της Marvel με το Captain America. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια θα παραδώσει μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες του, όπως το Truth του James Vanderbilt πλάι στην Cate Blanchett, το 2017 θα βρεθεί ξανά με την Jane Fonda για το τρυφερό Our Souls at Night του Netflix και το 2018 στο πολύ καλό The Old Man and the Gun του David Lowert με το οποίο ο ηθοποιός θα επιστρέψει στις υποκριτικές ρίζες του, στα 70s. Λίγο καιρό μετά θα δηλώσει πως αποσύρεται, όπως και έγινε, καθώς έκτοτε έκανε απλώς μια γκεστ εμφάνιση στους Avengers για τον ρόλο που έκανε στο Captain America και μια cameo εμφάνιση στην σειρά Dark Winds στην οποία ήταν παραγωγός. 

Μέχρι τέλους ένας ανήσυχος δημιουργός, ένα πολιτικό ον που ποτέ δεν έπαψε να προσπαθεί και ένας Ρεπουμπλικάνος που ποτέ δεν έπαψε να προασπίζεται το περιβάλλον, τα δικαιώματα των ιθαγενών και τα δικαιώματα της LGBTQ+ κοινότητας. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι καλύτερες ταινίες του 21ου αιώνα

Οι πιο επιτυχημένες ιταλικές ταινίες

Τα καλύτερα Lo-Fi Sci-Fi