Τα Άγρια Αγόρια ή ο Cocteau στην εποχή του gender fluidity...

   
   Τα Άγρια Αγόρια (Les Garcons Sauvages) παρουσιάστηκαν πρώτη φορά στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας στις 4 Σεπτεμβρίου 2017 και οι θεατές που θα είχαν την θεά Τύχη με το μέρος τους και θα το παρακολούθησαν πρέπει να ένιωσαν ένα αντίστοιχο συναίσθημα με εκείνο των πρώτων θεατών του Ανδαλουσιανού Σκύλου ή της Χρυσής Εποχής του Luis Bunuel και του Salvador Dali το 1929 και 1930 αντίστοιχα. Δεν είναι διόλου τυχαία η σύγκριση μιας και τα άγρια αγόρια του γάλλου σκηνοθέτη Bertrand Mandico στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα σε ταινία μεγάλου μήκους διαθέτει ανάλογη σουρεαλιστική αύρα και ονειρική διάθεση, χωρίς ωστόσο την εγγενή διάθεση των δύο προαναφερθέντων ισπανών καλλιτεχνών να σοκάρουν, μιας και το δημιούργημα του Mandico, ένα πραγματικό έργο τέχνης, από αυτά που μας υπενθυμίζουν ότι ο κινηματογράφος είναι η έβδομη τέχνη και όχι (μόνο) ένα λούνα παρκ διασκέδασης, που θα λεγε και ο Scorsese, δεν έχει προβοκατόρικο σκοπό, ασχέτως αν χτυπά ασυστόλως συντηρητικά ήθη και πάθη. Ο σκοπός είναι ειλικρινής και αθώα ρομαντικός, παρά την επίθεση σε παρελθούσες αντιλήψεις.
   Τι είναι όμως τα Άγρια Αγόρια, η ταινία του τα σπουδαία και περιλάλητα Cahiers du Cinema την αποκάλεσαν ως την καλύτερη ταινία του 2017 στην λίστα που δημοσίευσαν εκείνη την χρονιά, κάτι που οι έλληνες διανομείς ταινιών δεν πήραν έγκαιρα χαμπάρι, οπότε κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες τον Δεκέμβριο 2019 και μάλιστα σε περιορισμένη διανομή. Τα άγρια αγόρια παρουσιάζουν πέντε νεαρούς, γιοί ευκατάστατων οικογενειών και συμμαθητές, που στις αρχές του 20ού αιώνα διαπράττουν ένα έγκλημα, βιάζοντας και σκοτώνοντας την φιλόλογό τους την ώρα που της παρουσιάζουν μια αυτοσχέδια θεατρική παράσταση. Τα πέντε αγόρια τιμωρούνται στο δικαστήριο, ουχί με φυλάκιση αλλά με ένα πολύ πιο ιδιαίτερο τρόπο. Εδώ λοιπόν μπαίνει στο παιχνίδι ένας ολλανδός Καπετάνιος, όπως τον αποκαλούν συνεχώς, ο οποίος αναλαμβάνει τον σωφρονισμό τους. Μαζί με τους πέντε εφήβους, τους αλλιώτικους πέντε φίλους, επιβιβάζεται στο καράβι με προορισμό έναν επί της γης παράδεισο, ένα φανταστικό νησί, που ακόμα και ο Ιούλιος Βερν, βαθιά επιρροή του σκηνοθέτη, θα δυσκολευόταν να φανταστεί. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού θα επιχειρήσει να σκληραγωγήσει τα αγόρια, μόνο που εκείνα θα αντιστέκονται μέχρι που θα στασιάσουν. Αυτό που ξεκινά ως ταξίδι συμμόρφωσης, θα καταλήξει ως ένας κακοτράχαλος δρόμος αναμόρφωσης και αυτοπροσδιορισμού, με την έννοια του φύλου να ρευστοποιείται ίσως όσο ποτέ άλλοτε στο παγκόσμιο σινεμά. 
   Ο Mandico κατορθώνει να πλάθει ένα πρωτόλειο αριστούργημα από χώμα και νερό που ήδη άλλοι έχουν χρησιμοποιήσει, μόνο που εκείνος ούτε τους προδίδει ούτε τους αποκρύπτει. Ένα απόλυτα προσωπικό έργο τέχνης που όμως διαθέτει δεκάδες κινηματογραφικά και λογοτεχνικά δάνεια, αφομοιωμένα στην ρητορική που θέλει να αρθρώσει ο ίδιος. Κατ' αρχάς ο ποιητικός κινηματογράφος του Jean Cocteau είναι πανταχού παρών, σε ένα ποιητικά ιμπρεσιονιστικό δημιούργημα, ένα παλιομοδίτικα φρέσκο και μοντέρνο έργο που όσο και αν επηρεάζεται τόσο μοιάζει σαν κάτι που αν δεν το είχε κάνει ο Mandico, δεν θα μπορούσε να το είχε κάνει ουδείς άλλος. Και ναι, αυτό ονομάζεται επιτυχία. Πέραν αυτού, η βία και η καταστολή της φέρνει άμεσα στον νου το Κουρδιστό Πορτοκάλι του μεγάλου Stanley Kubrick. Πάλι έχουμε νεαρούς πρωταγωνιστές που με μάσκες επιτίθενται και βιάζουν για να οδηγηθούν στην συμμόρφωση δια της βίας και στην εσωτερική αμφισβήτηση, καθώς όπως και στην ομάδα του Alex εμφανίζονται τριβές και προδοσίες που θα απομονώσουν τον Alex, έτσι και εδώ δεν απουσιάζουν οι ρωγμές στις σχέσεις. Όπως ο Kubrick είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στα πλαίσια της προώθησης της ταινίας του το 1972, ότι
είναι αναγκαίο στον άνθρωπο να μπορεί να επιλέγει ανάμεσα στο καλό και στο κακό, ακόμη και αν διαλέξει το κακό. Αφαιρώντας του την επιλογή αυτή, τον μετατρέπουμε σε κάτι κατώτερο από ανθρώπινο ον, σε κουρδιστό πορτοκάλι.
 αντιστοίχως σημειώνεται μια ανάλογη ελευθερία στους χαρακτήρες των Άγριων Αγοριών. Το σχόλιο για την κοινωνική προέλευση είναι εξίσου υποδόριο, όπως και στην περίπτωση της συμμορίας του Alex. Παράλληλα, επιρροές θα διέκρινε κανείς ακόμα και από το σουρεαλιστικά ψυχεδελικό σύμπαν του David Lynch, ή για να μιλήσουμε και για λογοτεχνία, προφανώς από τον Ιούλιο Βερν, αλλά και από τον Άρχοντα των Μυγών του William Golding. Όλα αυτά αλέθονται και αναπλάθουν ένα απόκοσμα επίγειο παράδεισο, με φαλλόμορφα φυτά που "εκσπερματώνουν" τους χυμούς τους, με μυστηριώδη φύση και μια παράταιρη κάτοικο.  Τα φαλλικά μοτίβα και οι φροϋδικοί συμβολισμοί είναι ποικίλλοι. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως βρίσκεται στην έμφυλη ρευστότητα η οποία επιτείνεται από το γεγονός ότι τα πέντε αγόρια τα υποδύονται πέντε γυναίκες, οι Vimala Pons, Anael Snoek, Diane Rouxel, Mathilde Warnier και Pauline Lorillard.  Πέντε θαυμάσιες ηθοποιοί σε απαιτητικούς ρόλους με πολύπλευρες αναγνώσεις. Αγόρια που έχουν γυναικείο στήθος, αγόρια που σε κάποιο σημείο αποβάλλουν την ανδρική τους φύση, ή ορθότερα ανατομία, χάνοντας το πέος, αγόρια κατά την διάρκεια μιας εξέλιξης, μιας αναμόρφωσης ή οβιδιακής μεταμόρφωσης. Τα άγρια αγόρια με την βοήθεια της Severin, της κατοίκου του νησιού, θα δουν το σώμα τους να μεταλλάσσεται, να αναδιαμορφώνεται και έτσι η έννοια του φύλου να καθίσταται εν τέλει όχι απλώς ρευστή, αλλά απίστευτα περιοριστική και ψυχογραφικά ψευδεπίγραφη. Τα ερμαφρόδιτα πλάσματα της ταινίας εξελίσσονται και απελευθερώνονται, στο τέλος της ταινίας δεν έχουν καμία πλέον σχέση με την αφετηρία. Στο νησί αφήνονται να εκφράσουν τις ορμές και τα πάθη τους μέσα στην ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό που τα διακατέχουν. Το queer μέσα σε ένα στρόβιλο δράματος και υπερβολής, μέσα από μια οδύσσεια που αγνοεί το ποια θα είναι η Ιθάκη, εν τέλει απελευθερώνεται από τους προκαθορισμένους στενούς περιορισμούς μιας υποτιθέμενης φύσης.
   Τα άγρια αγόρια εντυπωσιάζουν όχι μόνο σεναριακά αλλά και αισθητικά, με το ασπρόμαυρο φιλμ που εναλλάσσεται με έντονα χρώματα βγαλμένα από b movie των 80s, ή από ταινία του Rainer Werner Fassbinder, σαν μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία που επιχρωματίστηκε και φαίνεται. Έχει όλα τα καλά ενός πρωτόλειου έργου, τον αυθορμητισμό, την τόλμη και την έλλειψη αγωνίας να είναι όλα τέλεια, Τα ψεγάδια είναι εκεί για να μας θυμίζουν την θνητότητά μας και την απουσία τελειότητας. Τα εφέ μοιάζουν ψεύτικα, τα χρώματα επίσης, και όμως τίποτα από αυτά δεν σε αποσπά και δεν σε πετά έξω από την ταινία. Είσαι εγκλωβισμένος μέσα της -εάν της αφεθείς- σαν δέσμιος και εσύ του Καπετάνιου. Μόνο που σε σένα δεν συγχωρούνται στασιασμός. Ή την αποδέχεσαι και παρασύρεσαι μέσα της, την αφήνεις να αποβάλλει τους χυμούς της και τις ιδέες της, ή απλώς την αφήνεις σε άλλους που είναι πρόθυμοι να το κάνουν. Άλλωστε έργο τέχνης δεν νοείται κάτι άλλο παρεκτός αυτό που νιώθεις απέναντι σε ένα δημιούργημα, η σχέση που γεννάται (τίκτεται-τέχνη), αυτό είναι έργο τέχνης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είναι ο Christopher Nolan ο σπουδαιότερος σκηνοθέτης της εποχής μας;

Αφιέρωμα: Παλαιστινιακό Σινεμά

Η Υπέροχη Ιστορία του Ρόαλντ Νταλ