Όσο υπάρχουν τέτοιες ταινίες, η ζωή θα είναι ωραία!

   
   Βρίσκομαι στο Φεστιβάλ του Βερολίνου 2020 a.k.a Berlinale όπου παρακολούθησα μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες που δίνουν ελπίδα για το σινεμά του μέλλοντος. Μία από τις ταινίες που περιμέναμε να δούμε είναι ο Pinocchio, το δημοφιλές ιταλικό παραμύθι του Carlo Collodi με το ξύλινο αγόρι που μεγαλώνει η μύτη του με κάθε ψέμα. Και ο λόγος που το περιμέναμε είναι διότι το σκηνοθετεί ο ιταλός σκηνοθέτης του Gomorrah και του Dogman, Matteo Garrone με τον Τζεπέτο να τον υποδύεται ο σπουδαίος ιταλός κωμικός ηθοποιός Roberto Benigni. Για τον Benigni η ιστορία του Pinocchio φαντάζει με passion project, αν θυμηθούμε ότι ο ίδιος είχε σκηνοθετήσει, γράψει και πρωταγωνιστήσει ως Πινόκιο στην ταινία του 2002. Δυστυχώς όμως εκείνη η ταινία είχε αποτύχει παταγωδώς τόσο εισπρακτικά όσο και άποψη κριτικής υποδοχής, καθώς επιχείρησε να δώσει μια παιδιάστικη, αφελή και αφόρητα απλοϊκή εκδοχή του παραμυθιού. Ένα παραμύθι όμως που δεν ξεκίνησε τόσο ανώφελο και ανέφελο όσο στην κατά Benigni εκδοχή, μιας και το πρωτότυπο κείμενο του Collodi, το οποίο έγραψε το 1881 και δημοσίευσε ως La Storia di un burattino σε ένα ιταλικό εβδομαδιαίο περιοδικό για τα παιδιά. Το 1883 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ως βιβλίο και όχι σε συνέχειες στα τεύχη ενός εβδομαδιαίου περιοδικού. Το αρχικό κείμενο αποτυπώνει γλαφυρά και αλληγορικά όλο τον πόνο και την δυστυχία, την φτώχεια και την εξαθλίωση του 19ου αιώνα, ένας Κάρολος Ντίκενς για μικρά παιδιά, ένα ρεαλιστικό κείμενο το οποίο γεννάται από όλο εκείνο το κλίμα. Η νέα Ιταλία που λίγα χρόνια πριν ενοποιήθηκε ως κράτος είναι το φόντο της φανταστικής ιστορίας. Έπειτα βέβαια η ιστορία έγινε πιο γνωστή μέσα από την ταινία κινουμένων σχεδίων του Walt Disney το 1940, που φέτος κλείνει ογδόντα χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία της, αφαίρεσε τα πιο δυσάρεστα κομμάτια. Δυσάρεστα στοιχεία σε μια παιδική ιστορία? Και όμως, ο Πινόκιο πεθαίνει και μάλιστα βάναυσα, κρεμώντάς τον από δέντρο, ασχέτως αν μετά κατά απαίτηση των εκδοτών για να μπορέσει να γίνει αρεστό στο παιδικό κοινό, ο ξύλινος Πινόκιο μεταμορφώνεται στο σάρκινο αγόρι με την αρωγή της νεράιδας. Ο Benigni επιχείρησε να το μεταφέρει παιδαριωδώς και με παραμυθένιο τρόπο που ωστόσο δεν του βγήκε.
   Ο Garrone έπειτα από το Tale of Tales, επιστρέφει στον χώρο των παραμυθιών με το πιο δημοφιλές ιταλικό παραμύθι και με έναν τρόπο που συνδυάζει την παραμυθένια και μαγική διάθεση με την σκοτεινή αύρα του πρωτότυπου. Συνδυάζονται και συνομιλούν η παιδικότητα με φανταστικά πλάσματα, βγαλμένα από σύμπαντα περίεργα και ιδιάζοντα με τον ρεαλισμό, με την βρώμικη, τραχιά και γκροτέσκα πραγματικότητα. Τελικά όμως τι καταφέρνει και κατά πόσο είναι απαραίτητο.
   Ο Pinocchio αλά Garrone είναι το σινεμά όχι μόνο που θέλουμε να υπάρχει αλλά και που χρειαζόμαστε να βλέπουμε. Ο κινηματογράφος ξεκίνησε το 1895 με τις ταινίες μικρού μήκους των αδελφών Lumieres όπου παρατηρούσαμε σε στιλ ντοκιμαντέρ, ένα σινεμά βεριτέ πριν καν εμφανιστεί, αλλά απέκτησε την σημερινή του υπόσταση,έτσι όπως τον ξέρουμε όταν ο George Melies και σκηνοθέτες-δημιουργοί σαν και εκείνον έπλασαν τους δικούς τους φανταστικούς κόσμους. Ο κινηματογράφος πλέον δημιουργούσε κόσμους, πλανήτες, σύμπαντα και δεν μιμούνταν απλώς την πραγματικότητα, δεν επαναλάμβανε το ορατό αλλά εξιχνίαζε και οπτικοποιούσε το αόρατο ή απεδείκνυε το μυστήριο του ορατού. Έτσι και ο Pinocchio ακολουθεί όλα τα μονοπάτια, όλες τις περιπέτειες του μικρού αγοριού και του πατέρα του. Υπάρχουν ακόμα και θρησκειολογικές αναφορές, όπως η γέννηση ή αναγέννηση του Πινόκιο ως αγόρι μέσα σε μια φάτνη με πρόβατα, ενώ ο Τζεπέτο είναι μια φιγούρα βιβλική. Ο Roberto Begnini είναι αφοπλιστικά καλός σε αυτό που κάνει,  προσαρμόζοντας τον ήρωα στα δικά του εκφραστικά μέσα, στην δική του μανιέρα χαρίζοντας στιγμές γέλιου αλλά και πιο μελαγχολικές στιγμές με το δάκρυ να στέκεται στην άκρη του ματιού, χωρίς ποτέ να κυλάει μιας και δεν οδηγείται σε μελό ακρότητες, διατηρεί την συναισθηματική αυτοκυριαρχία του. Μια απολαυστική εκδοχή του παραμυθιού, που όσο περιμένουμε για την εκδοχή του Del Toro στο Netflix την επόμενη χρόνια, μια σίγουρα πιο σκοτεινή ιστορία τοποθετημένη μάλιστα στην φασιστική Ιταλία, ο γκαρονικός Πινόκιο θα είναι βαθιά χαραγμένος μέσα μας.
 
Μια ταινία του διαγωνιστικού προγράμματος της Μπερλινάλε που εντυπωσίασε ευχάριστα είναι το The Woman Who Run του νοτιοκορεάτη μετρ του μινιμαλισμού, Hong Sangsoo. Με την 24η ταινία του σε 24 χρόνια δημιουργίας, τον λες και παραγωγικό, στρέφει το βλέμμα του σε μια γυναίκα που μετά από πέντε χρόνια γάμου, πρώτη φορά μένει για λίγο μόνη της, όσο εκείνος λείπει σε επαγγελματικό ταξίδι. Βρίσκει την ευκαιρία να πάει σε σπίτια φίλων της και να συνομιλήσει μαζί τους. Μια ήσυχη, απλή αλλά όχι απλοϊκή ταινία με γυναίκες ηρωίδες, καθώς οι άντρες εμφανίζονται ελάχιστα και κυρίως για να χαλάσουν την ατμόσφαιρα ή για να προκαλέσουν γέλιο με την ανοησία τους. Ο Sangsoo συνεχώς στέκεται σε γυναικείους χαρακτήρες τους οποίους δεν προσπαθεί να ψυχαναλύσει ή να εντρυφύσει στην γυναικεία φύση, απλώς να παρατηρήσει, να δείξει απλές, καθημερινές στιγμές της ζωής τους, χωρίς κάποια "σπουδαία" εξωτερική δράση. Μια ταινία βασισμένη στους διαλόγους, τους οποίους ως σκηνοθέτης διακριτικά παρακολουθεί. Μια ταινία από αυτές που χρειάζεται το σύγχρονο σινεμά, μιας και δεν χρειάζεται ούτε να φορτώνεται μια ταινία με δράση για να καλύψει την κενότητά της, ούτε τα πάντα να έχουν μια εννοιολογική εξήγηση. Στο κάτω-κάτω πιο σημαντικό για την αξία μιας ταινίας δεν είναι τόσο η θέαση αλλά η μεταθέαση. Και αυτήν την ταινία θα την σκέφτεσαι μετά παρότι δεν σε προβλημάτισε με έντονα φιλοσοφικά ερωτήματα. Αλλά και η ίδια η ζωή από μόνη της σάμπως δεν είναι ένα φιλοσοφικά διεπιστημονικό ερώτημα?
Υ.Γ.: Η σκηνή με την γάτα απολαυστική. Γέλασε όλη η αίθουσα χειροκροτώντάς την.
   Υπάρχουν και άλλες ταινίες που εντυπωσίασαν στην 70ή Berlinale, μεταξύ των οποίων η βραβευθείσα με Χρυσή Άρκτο ταινία There Is No Evil του ιρανού σκηνοθέτη Mohammad Rasoulof, ο οποίος δεν μπόρεσε να έρθει στο φεστιβάλ λόγω απαγόρευσης εξόδου από την χώρα, μια χώρα που τον κατηγόρησε για προπαγάνδα και τον ξαναφυλάκισε με αφορμή την νέα ταινία του που κέρδισε το ύψιστο βραβείο σε ένα από τα τρία σπουδαιότερα φεστιβάλ της Ευρώπης (μαζί με Κάννες και Βενετία). Η ταινία θίγει το θέμα της θανατικής ποινής, με την οποία πολλές χώρες καθώς φαίνεται δεν έχει ξεμπερδέψει, μια ταινία με έντονα κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο όπως συνηθίζει ο σκηνοθέτης. Δύο ακόμα ταινίες που απέσπασαν θερμές κριτικές αλλά δυστυχώς δεν έχω δει προς το παρόν ώστε να έχω άποψη είναι το Never Rarely Sometimes Always της Eliza Hittman, μια ταινία που  θίγει το ζήτημα της άμβλωσης και κέρδισε το δεύτερο σπουδαιότερο βραβείο του φεστιβάλ, το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής, μια επιτροπή με πρόεδρο τον Jeremy Irons που μέσα από αυτήν την επιλογή πιθανόν βρίσκει τον δρόμο της εξιλέωσής του για παλαιότερες δηλώσεις του εναντίον του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση, δηλώσεις για τις οποίες ο ίδιος δηλώνει πλέον μετανιωμένος. Η τελευταία ταινία που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές είναι το Shirley της Josephine Decker, για την ζωή της συγγραφέα Shirley Jackson, η οποία αν δεν σας λέει κάτι είναι η συγγραφέας βιβλίων μυστηρίου και τρόμου όπως μεταξύ άλλων του The Haunting of Hill House που έγινε σειρά από το Netflix. Την συγγραφέα υποδύεται υποδειγματικά η Elizabeth Moss σε μια βιογραφία που φαίνεται πως διαφοροποιείται πολύ από τις συμβατικές και ολίγον τι μονότονες βιογραφίες συγγραφέων που έχουμε παρακολουθήσει έως τώρα σε κινηματογράφο και τηλεόραση.
Ραντεβού σε ένα χρόνο και σε μία καλύτερη Berlinale!!!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είναι ο Christopher Nolan ο σπουδαιότερος σκηνοθέτης της εποχής μας;

Αφιέρωμα: Παλαιστινιακό Σινεμά

Η Υπέροχη Ιστορία του Ρόαλντ Νταλ