Η εικόνα του καλλιτέχνη στον ελληνικό κινηματογράφο



   Οι καλλιτέχνες ανέκαθεν δεν ήταν και οι πλέον κατανοητοί στο ευρύ κοινό. Υποτιμήθηκαν, αμφισβητήθηκαν εν ζωή αλλά αποθεώθηκαν αρκετοί εξ αυτών μετά θάνατον, ακόμα και όταν μιλάμε για αδιαμφισβήτητης καλλιτεχνικής αξίας βάσει των σημερινών δεδομένων. Ιδιαίτερα με τον Μοντερνισμό και τον Μεταμοντερνισμό, πολλοί ζωγράφοι, γλύπτες, χαράκτες αλλά και δημιουργοί άλλων τεχνών γνώρισαν την χλεύη και την απαξίωση, θεωρώντας την τέχνη τους δυσνόητη και ακατάληπτη, απευθυνόμενη μόνο σε μια ελίτ. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον τρόπο με τον οποίον παρουσιάστηκαν στον ελληνικό κινηματογράφο, την πιο ποπ (λαϊκή) μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, οι μοντέρνοι ποιητές του καιρού τους, των 50s, 60s και 70s, που παράλληλα είναι και η εποχή της διεθνούς καταξίωσης της ελληνικής ποίησης, με δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1963 στον Γιώργο Σεφέρη και το 1979 στον Οδυσσέα Ελύτη. Επί παραδείγματι, αλησμόνητος έμεινε ο Τιμολέοντας Φανφάρας, και ας μην υπήρξε ποτέ, πέρα από το σύμπαν του Ξύπνα Βασίλη (1969) του Γιάννη Δαλιανίδη. Ο ποιητής που ερμήνευσε μοναδικά ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος αποτελεί μια παρωδία της μοντέρνας ποίησης. Την ίδια ποίηση ειρωνευόταν ο ήρωας του Ντίνου Ηλιόπουλου στο Δόλωμα (1964) του Αλέκου Σακελλάριου. Ο Ηλιόπουλος προσπαθούσε να εκπαιδεύσει την Αλίκη Βουγιουκλάκη στις συνήθειες της καλής κοινωνίας και έτσι έπρεπε να σκαμπάζει από ποίηση. "Αλίμονο στην ποίηση άμα αρχίσουμε να την καταλαβαίνουμε. Έτσι άντε άντε είναι η ποίησης; Να την καταλαβαίνουμε;" αναφέρει κάποια στιγμή μέσα στην ταινία για να καταλήξει στο συμπέρασμα "μεγαλύτερες κοτσάνες από αυτές που υπάρχουν στην μοντέρνα ποίηση δεν γίνονται" διαβάζοντας μάλιστα ένα υπαρκτό ποίημα του Ιωάννη Πολέμη (1862-1924) από την ποιητική συλλογή του Το παλιό βιολί (1909).

   Την ίδια μοίρα όμως είχαν και οι καλλιτέχνες των εικαστικών τεχνών. Ακριβώς επειδή δεν ήταν είτε προσιτοί σε πολλούς, είτε κατανοητοί, περιγελάστηκαν και σατιρίστηκαν εντόνως μέσα από ταινίες, τις οποίες θα εξετάσουμε στην συνέχεια. Υπάρχουν βέβαια δύο πορείες, δύο διαφορετικοί δρόμοι. Ο ένας δρόμος είναι με τους καλλιτέχνες που δεν είναι πραγματικά πρόσωπα αλλά μυθοπλαστικοί χαρακτήρες και λειτουργούν ως σάτιρα ή κωμική υπερβολή των πραγματικών. Αυτός ο δρόμος αξιοποιεί συγκεκριμένα στερεότυπα που έχουν επικρατήσει να λέγονται για τους εικαστικούς με τα κυρίαρχα να είναι δύο, είτε ότι είναι ομοφυλόφιλοι και έτσι παρουσιάζονται σαν γκέι καρικατούρες είτε ότι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και τρώνε ό,τι βρουν. Ο τεράστιος Μάνος Χατζιδάκις αναφερόμενος σε αυτή την κλισέ αποτύπωση είχε δηλώσει "Λένε πως οι καλλιτέχνες είναι είτε κομμουνιστές είτε ομοφυλόφιλοι. Εγώ πάντως δεν είμαι κομμουνιστής". Ο δεύτερος δρόμος είναι όταν η ταινία αφορά έναν πραγματικό ζωγράφο, υπαρκτό πρόσωπο οπότε σε αυτή την περίπτωση προτιμάται η αγιοποίησή του. Ας θυμηθούμε μερικές ταινίες με ρόλους ζωγράφους, γλύπτες ή χαράκτες και πώς αυτοί χρησιμοποιήθηκαν αφηγηματικά.

Μυθοπλαστικοί καλλιτέχνες


Η Κάλπικη Λίρα
(1955)

Η Κάλπικη Λίρα ή Ιστορία μιας κάλπικης λίρας είναι ίσως η πρώτη σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, αποτελούμενη από τέσσερις διαφορετικές ιστορίες που ενώνονται με την λίρα. Σε σκηνοθεσία και σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα, με τον Βασίλη Λογοθετίδη, την Ίλια Λιβυκού, τον Ορέστη Μακρή, τον Δημήτρη Χορν, την Έλλη Λαμπέτη, τον Μίμη Φωτόπουλο και την Σπεράντζα Βρανά και με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, η ταινία άφησε εποχή και θεωρείται από τις καλύτερες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Το 1985 θεωρήθηκε μια από τις δέκα καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, ενώ ο γάλλος ιστορικός του  κινηματογράφου και δημοσιογράφος Georges Sadoul την κατέταξε μέσα στις χίλιες καλύτερες ταινίες όλων των εποχών από όλες τις χώρες. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και της Βενετίας μεταξύ άλλων. Ένας από τους ήρωες, ο Παύλος από την τέταρτη ιστορία, τον οποίο υποδύεται ο Δημήτρης Χορν, είναι ένας μποέμ ζωγράφος. Η γυναίκα του είναι η πλούσια Αλίκη της Έλλης Λαμπέτη. Ο ζωγράφος λοιπόν δεν μπορεί να εξασφαλίσει μια ευκατάστατη ζωή. Ζουν με πενιχρά μέσα, δυσκολεύονται, αποτυπώνοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης και πέραν λίγων που καθιερώνονται, οι υπόλοιποι πεινάνε, όπως ο ήρωας της ταινίας. Σαφώς διακρίνεται από έναν ιδεαλισμό, καθώς ο ήρωας ναι μεν υποφέρει οικονομικά αλλά βιώνει ένα δυνατό έρωτα που τον εμπνέει. Το άλλο κλισέ είναι η ανάγκη ύπαρξης μούσας, εν προκειμένω η Αλίκη, που όταν του λέει "Σ αγαπώ", εκείνος αποφασίζει να απαθανατίσει το βλέμμα της σε ένα πίνακα. Επίσης, ως μποέμ τύπος, ναι μεν ζούσε δύσκολα, αλλά δεν ήθελε να κάνει άλλη δουλειά, πέρα από το να ζωγραφίζει και μετά δυσκολίας καταδέχτηκε να πάει να βάψει μια ταβέρνα στη Πλάκα, παρότι αρχικά είπε πως "δεν είμαι έμπορος, είμαι καλλιτέχνης", οπότε από ζωγράφος έγινε μπογιατζής, σε μια ειρωνεία της μοίρας, αλλά και σε μια αναφορά στην περιπαικτική αναφορά πολλών στους ζωγράφους ως μπογιατζήδες. Η Αλίκη κάποια στιγμή του λέει ότι οι καλλιτέχνες καλύτερα να μην παντρεύονται και τον εγκαταλείπει, ως αναφορά στην γνωστή εικόνα του ανεξάρτητου και ασυμβίβαστου ζωγράφου που δεν κάνει για οικογένεια και οργανωμένα πράγματα. Στο τέλος της ταινίας (spoiler alert) εκείνος γίνεται διάσημος και κάνει έκθεση με ένα από τα έργα να είναι εκείνο που εμπνεύστηκε από ένα στιγμιαίο σ αγαπώ, επιχειρώντας να το καταστήσει αθάνατο, αλλά διατήρησε την μποέμικη ζωή, ένας τρόπος ζωής που καθιέρωσαν οι γάλλοι καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. "Ποιος αγοράζει σήμερα ζωγραφιές;" λέει κάποια στιγμή ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας. 


Ένας ήρως με παντούφλες
(1958)

Το θεατρικό έργο Ένας Ήρως με παντούφλες των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου έκανε μεγάλη επιτυχία και μεταφέρθηκε το 1958 στον κινηματογράφο από τον Αλέκο Σακελλάριο σε παραγωγή Ανζερβός. Πρωταγωνιστές ο Βασίλης Λογοθετίδης στον τελευταίο κινηματογραφικό ρόλο του, η Ίλια Λιβυκού, η Νίτσα Τσαγανέα, ο Λαυρέντης Διανέλλος και ο Βαγγέλης Πρωτοπαππάς, ο οποίος έπαιζε και στην Κάλπικη Λίρα. Πρόκειται για την ιστορία του Λάμπρου Δεκαβάλα, ενός απόστρατου στρατηγού, που παρά τα όσα έχει προσφέρει στην χώρα, δεν του αποδίδονται τα δέοντα και έτσι ζει λιτά και φτωχά. Τόσο φτωχά, που η σύζυγός του στην αρχή της ταινίας θέλει να πουλήσει στον παλιατζή την στολή και τα παράσημά του. Κάποια στιγμή καταφτάνει ο ξάδερφός του, ο οποίος τον ενημερώνει πως θα τιμηθεί από την χώρα για όσα προσέφερε. Η πλατεία έξω από το σπίτι του θα μετονομαστεί σε πλατεία Δεκαβάλα, στην οποία θα στηθεί και ένα άγαλμα προς τιμήν του. Ο στόχος βέβαια του ξάδερφου και ενός ιδιαίτερου του υπουργού είναι να καταχραστούν χρήματα από την χρηματοδότηση του έργου. Ο γλύπτης που αναλαμβάνει το έργο και τον οποίο υποδύεται ο Πρωτοπαππάς, είναι ο Σωτήρης Λυμπεριάδης, ο Νάξιος, ίσως μια σατιρική αναφορά στον δημοφιλή και με πλούσιο γλυπτικό έργο καλλιτέχνη, Γεώργιο Δημητριάδη τον Αθηναίο (1880-1941), γλύπτης με πολλά δημόσια έργα στην πορεία του, πολλές προτομές σπουδαίων ανθρώπων, οπότε αν ζούσε θα μπορούσε να ήταν εκείνος που θα φιλοτεχνούσε τον ανδριάντα του στρατηγού. Ο γλύπτης ήταν ένας φτωχός καλλιτέχνης που έχει ανάγκη από φαγητό και με χαρά δέχεται την φιλοξενία του στρατηγού, τρώγοντας και πίνοντας ό,τι βρίσκει μπροστά του. Μποέμ τύπος, όπως μπορεί να καταλάβει κανείς από την ένδυσή του. "Βουτάς ένα κομμάτι μάρμαρο και το φτιάχνεις ό,τι θες. Θες το φτιάχνεις στρατηγό, θες το φτιάχνεις Δισκοβόλο (αναφερόμενος πιθανότερα στον Δισκοβόλο του Κώστα Δημητριάδη του 1927 για το οποίο κέρδισε χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε μια εποχή που περιλαμβανόταν η ζωγραφική και η γλυπτική στα αθλήματα, και όχι στον αρχαίο Δισκοβόλο του Μύρωνα), θες το φτιάχνεις Απόλλωνα, θες το φτιάχνεις Ξυλοθραύστη (έργο του Δημήτρη Φιλιππότη του 1908, την χρονιά που βγαίνει η ταινία μεταφέρεται από την λεωφόρο Αμαλίας στο Ζάππειο, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα)." Αυτά είναι τα λόγια του στρατηγού προς τον γλύπτη, με εκείνον να απαντά "ο καλλιτέχνης είναι αναγκασμένος να δουλεύει κατά παραγγελία, δεν υπάρχει έμπνευσις" και συνεχίζει "τι νομίζεις ότι πήρα, πέντε ψωροχιλιάρικα...και όσο για μας φάε εσύ την δόξα και εγώ την τέχνη".


Έγκλημα στο Κολωνάκι (1959)

Ένα δημοφιλές βιβλίο μυστηρίου του Γιάννη Μαρή, το Έγκλημα στο Κολωνάκι, μεταφέρει στο σινεμά ο σκηνοθέτης Τζανής Αλιφέρης σε σενάριο του ίδιου του Γιάννη Μαρή και με πρωταγωνιστές τους Μιχάλη Νικολινάκο, Γκέλυ Μαυροπούλου, Μάρω Κοντού, Ανδρέα Μπάρκουλη, Ελένη Χατζηαργύρη, Χρήστο Τσαγανέα και Διονύση Παπαγιαννόπουλο μεταξύ άλλων. Εταιρεία παραγωγής η Τζαλ Φιλμ. Η υπόθεση αφορά την δολοφονία ενός ζωγράφου, του Νάσου Καρνέζη. Η αστυνομία συλλαμβάνει τον Φλωρά (Χρήστος Τσαγανέας), τον άντρα της ερωμένης του ζωγράφου, της Ζανέτ (Μάρω Κοντού), που τον είχε επισκεφτεί σπίτι του λίγο πριν την δολοφονία. Ο γιος του Φλωρά που είναι δημοσιογράφος θα έρθει από το εξωτερικό για να αποδείξει την αθωότητα του πατέρα του. Με την βοήθεια ενός πολιτικού, του Δελή, θα προσπαθήσει να εντοπίσει τους πιθανούς εχθρούς του, όπως την Μυρτώ Καψή, της οποίας ο πατέρας πέθανε στην Κατοχή εξαιτίας του Καρνέζη. Μια ταινία που μιμείται τα κλασικά αμερικάνικα και γαλλικά νουάρ των 40s, από τις ωραιότερες ταινίες είδους που έχουμε δει στο ελληνικό σινεμά και μία από τις επιτυχείς μεταφορές μυθιστορήματος στον ελληνικό κινηματογράφο. Η δράση της ταινίας δεν ασχολείται με την επαγγελματική ιδιότητα του νεκρού, ο οποίος δολοφονείται λίγο μετά τα πρώτα δέκα λεπτά της ταινίας, αλλά περισσότερο με την διαλεύκανση της υπόθεσης από τον γνωστό αστυνόμο Μπέκα (Γιάννης Μπέρτος). Παρόλα αυτά στην αρχή της ταινίας βλέπουμε το εργαστήριο του ζωγράφου, με τους πίνακες του (κυρίως γυναικεία γυμνά) και την σχέση με το μοντέλο του. Ένας μελαγχολικός, εσωστρεφής καλλιτέχνης, επιτυχημένος βέβαια οπότε δεν αντιμετωπίζει ζητήματα επιβίωσης. Ένας τυπικός καλλιτέχνης που έχει σχέση με την μούσα τους, όπως συχνά πιστεύεται παρά γίνεται. Πεθαίνει μέσα στο εργαστήριο του δίπλα από τα σύνεργα της δουλειάς του και μερικά έργα του.



Επτά Μέρες Ψέματα
(1963)

Αν δείχναμε σε κάποιον την παραπάνω αφίσα της ταινίας 7 Μέρες Ψέματα του Κώστα Ανδρίτσου σε σενάριο του Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη, και ρωτούσαμε ποιος από τους τρεις είναι ο ζωγράφος, δύσκολα κάποιος δεν θα επέλεγε τον Γιάννη Γκιωνάκη. Πράγματι, ο Νίκος Σταυρίδης υποδύεται ένα φωτογράφο, ο οποίος έχει μια αρραβωνιαστικιά που τον πιέζει να παντρευτούνε, ενώ παράλληλα χρωστάει της μιχαλούς. Ο Νίκος Ρίζος υποδύεται τον βοηθό του και μαζί κάνουν ότι είναι πλασιέ βιβλίων μπας και βγάλουν κάποια χρήματα παραπάνω. Κάποια στιγμή λοιπόν φτάνουν σπίτι του ζωγράφου Μισέλ (Γιάννης Γκιωνάκης). Ένας ζωγράφος πρέπει να έχει ένα γαλλικό όνομα, κάτι που δείχνει τόσο την αντίληψη του Έλληνα της εποχής, ότι οι τέχνες ακμάζουν στην Γαλλία περισσότερο, όσο και την προσπάθεια εκθήλυνσης του άντρα με το να του δώσουν ένα γαλλοφερμένο όνομα. Ο Μισέλ έχει αδερφή την Φώφη, που θέλει να βρει κάποιον να παραστήσει τον άντρα της και έτσι συμμετέχει στην κομπίνα ο Λουκάς (Νίκος Σταυρίδης). Ο Μισέλ προσλαμβάνει τον Σωτήρη (Νίκος Ρίζος) ως μοντέλο για τους πίνακές του. "Εγώ ο μέγας Μισέλ, σπουδαγμένος στην Ecole des Beaux-Arts να κάθομαι να ζωγραφίζω αυτές τις αηδίες" αναφωνεί κάποια στιγμή ο ζωγράφος που δεν κατάφερε να αποκτήσει την φήμη που ήθελε, έχοντας πάει να σπουδάσει στο Παρίσι ζωγραφική, όπως πάρα πολλοί πραγματικοί ζωγράφοι μέχρι και την δεκαετία του 1960, που ήταν ακόμα της μόδας. Ποτέ δεν σταμάτησε βέβαια η στενή σχέση των ελλήνων καλλιτεχνών με το Παρίσι, και στα 80s σπούδασαν πολλοί νέοι ζωγράφοι στην γαλλική πρωτεύουσα, αλλά πλέον σε ένα πιο διευρυμένο και παγκοσμιοποιημένο καλλιτεχνικό σκηνικό υπήρχαν και πολλές άλλες επιλογές, όπως η Ιταλία, οι ΗΠΑ και αλλού. Με φουλάρια και μουτζουρωμένα ρούχα, δίνει την εικόνα του ζωγράφου, όπως τουλάχιστον θα περίμενε κάποιος. Ο Μισέλ κυνηγάει από πίσω τον Σωτήρη για να τον ζωγραφίσει κάνοντας νάζια και τερτίπια. 


Τα Κόκκινα Φανάρια (1963)-Γάμος αλά ελληνικά (1964)-Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη (1968)

Η γυναίκα εικαστικός δεν αποτυπώθηκε σχεδόν καθόλου στον ελληνικό κινηματογράφο, το οποίο βέβαια οφείλεται και στην ελλιπή εκπροσώπηση των γυναικών στην μοντέρνα και σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή. Οι γυναίκες, τουλάχιστον στην ελληνική τέχνη, αρχίζουν να πληθαίνουν κατά την δεκαετία του 1970 κα ιδίως στα 80s. Οπότε ως ένα βαθμό δεν προκαλεί εντύπωση. Αυτό όμως που αξίζει αναφοράς είναι το ότι όταν υπήρξαν ηρωίδες ελληνικών ταινιών που ασχολήθηκαν με την τέχνη, αυτό έγινε στα πλαίσια των σπουδών και της ερασιτεχνικής ενασχόλησης και όχι του επαγγέλματος. Για παράδειγμα, στα Κόκκινα Φανάρια του Βασίλη Γεωργιάδη, σε σενάριο Αλέκου Γαλανού, μια από τις θρυλικές ταινίες του ελληνικού σινεμά, που προτάθηκε για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1964, συναντούμε την ζωή στα πορνεία στην Τρούμπα του Πειραιά. Πρωταγωνιστούν οι Τζένη Καρέζη, Γιώργος Φούντας, Μαίρη Χρονοπούλου, Φαίδων Γεωργίτσης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ και Μάνος Κατράκης μεταξύ άλλων με την μουσική να την υπογράφει ο Σταύρος Ξαρχάκος. Μια από τις επτά γυναίκες που πρωταγωνιστούν, η Ελένη (Τζένη Καρέζη), είναι μια γυναίκα που σπούδασε γλυπτική στο Βουκουρέστι αλλά λόγω του πολέμου αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Τελικά ασχολήθηκε με την πορνεία. Με την σειρά της, η Μίνα (Ξένια Καλογεροπούλου), μια ηρωίδα σε μια ακόμα ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη, της επόμενης χρονιάς, σε σενάριο του ίδιου, του πρωταγωνιστή Γιώργου Κωνσταντίνου και του Ναπολέοντα Ελευθερίου, είναι μια κοπέλα που έχει αποφοιτήσει από την Καλών Τεχνών και το όνειρό της είναι να γίνει ζωγράφος. Θα γνωρίσει τον Πέτρο, έναν υπάλληλο, θα ερωτευτούν και θα παντρευτούν. Το όνειρο θα οπισθοχωρήσει. Στο Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη του Ντίνου Δημόπουλου, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη, ο Αντώνης (Αλέκος Αλεξανδράκης) έχει πάει στην Ιταλία για σπουδές και επιστρέφει με σύζυγο, την Μπιάνκα, κατά τα φαινόμενα Ιταλίδα, αλλά όπως όλοι ξέρουμε είναι Ελληνίδα, η οποία στην Ιταλία σπούδαζε στην Καλών Τεχνών. Και το δικό της όνειρο εγκαταλείπεται και δεν αναφέρεται κατά την διάρκεια της ταινίας, καθώς προέχει η συζυγική ζωή και το ψέμα που κρύβεται πίσω από αυτή. 


Οι Κυρίες της Αυλής (1966)

Ο σπουδαίος και μοναδικός Ντίνος Ηλιόπουλος υποδύεται έναν φτωχό ζωγράφο σε μια γειτονιά της Αθήνας στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, που βασίστηκε στο θεατρικό έργο, Το 6ο Πάτωμα, του Αλφρέντ Ζερί. Ο Πίπης Καθιστός, όπως ονομάζεται, ένα όνομα ταιριαστό για μια γελοιογραφική απόδοση ψωνισμένου ζωγράφου, μιας και έτσι αντιμετωπίζεται στην ταινία, είναι ένας καλοκάγαθος και συμπαθητικός άνθρωπος που δεν έχει τα λεφτά να πληρώσει το νοίκι και αναγκάζεται να μετακομίσει σε ένα μικρότερο σπίτι της αυλής στην οποία μένει μαζί και με άλλους ανθρώπους. Προσπαθεί να ασχοληθεί με την τέχνη του, ζωγραφίζοντας συνεχώς, συνήθως έργα που δεν έχουν καμία αξία και σπουδαιότητα, ενώ ταυτόχρονα τον φωνάζουν οι υπόλοιποι για μπογιατζή, να τους βάψει τοίχους. Ένας ιδιοκτήτης ταβέρνας, ελληνοαμερικανός, του ζητά να του κάνει μια Ελευθερία, σαν της Νέας Υόρκης, φυσικά με οικτρό τρόπο. "Αυτό χαραμίζεται, είναι για την έκθεση του Ζαππείου" ομολογεί ο ίδιος για το έργο του, ενώ αργότερα, όταν του λέει ένας νεαρός ότι θα  πάει μπροστά, εκείνος είπε ταπεινά "μην λέμε και υπερβολές, ένας μεγάλος καλλιτέχνης είμαι και τίποτα παραπάνω". .Άλλοι τον αποκαλούν καλλιτέχνη της τεμπελιάς, άλλοι μπογιατζή, άλλοι ως περιθωριακή προσωπικότητα. Δεν τον σέβεται κανείς για την καλλιτεχνική του δράση, την οποία και η ίδια η ταινία διακωμωδεί, με έργα και καλά πιο μοντέρνα, που δεν καταλαβαίνει και δεν εκτιμά κανείς αλλά και που ο ίδιος υπερεκτιμά. Κάποια στιγμή ο ίδιος πετά χρώματα με σφεντόνα πάνω στον καμβά, διακωμωδώντας την ζωγραφική τύπου Τζάκσον Πόλοκ. 


Καλώς Ήρθε το Δολάριο
(1967)

Ο 6ος αμερικανικός στόλος είναι ένα θεατρικό έργο των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από Αλέκο Σακελλάριο σε παραγωγή Ανζερβός με τον τίτλο Καλώς ήλθε το δολάριο και με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Κωνσταντίνου, Νίκη Λινάρδου, Άννα Καλουτά, Σωτήρης Μουστάκας. Στην θεατρική παράσταση του 1958 πρωταγωνιστούσε ο Μίμης Φωτόπουλος. Ο 6ος αμερικανικός στόλος καταφτάνει στον Πειραιά, σε μια εποχή που οι ξένοι και δη οι Αμερικανοί φαντάζουν ως θεοί που πρέπει οι ταπεινοί Έλληνες να εξυπηρετήσουν. Ο Φίλιππος Αγγελούτσος είναι λογιστής και καθηγητής αγγλικών αλλά δεν βγάζει αρκετά χρήματα για το προς το ζην. Τότε θα αναγκαστεί να κάνει μαθήματα αγγλικών στις κοπέλες που δουλεύουν στο μπαρ Blue Back, ώστε να μπορούν να εξυπηρετήσουν τα αμερικανικά ναυτάκια, τα ζουμπουρλούδικα όταν έρθουν. Μια μέρα μάλιστα θα αναγκαστεί να κάνει τον κράχτη για να προσελκύσει πελατεία. Εκεί λοιπόν θα συναντήσει τον ελληνογάλλο Ανρύ του Σωτήρη Μουστάκα, έναν ζωγράφο ή γενικότερα αρτίστα και ατζέντη του καμπαρέ, που για άλλη μια φορά έχει γαλλικό όνομα και μιλάει με γαλλικό αξάν. Στην θεατρική παράσταση τον υποδυόταν ο Γιώργος Γαβριηλίδης. Με τον Ανρύ γίνεται συνεχώς πλάκα γύρω από το όνομά του, μιας και ένας υπάλληλος στο μπαρ τον φωνάζει αρνί με τον Μουστάκα να βελάζει ως απάντηση. Φέρνει τα σχέδια του στο μπαρ, με το φουλάρι του, τον μπερέ του, την μποέμ αύρα του και τα πολλά γαλλικά του. Παίζει και πιάνο, τραγουδάει με τον Κωσταντίνου το Frere Jacques και γενικά απηχεί όλα εκείνα που πιστεύουν ότι αντιπροσωπεύουν έναν καλλιτέχνη, μαζί με την πενία βέβαια γιατί αναγκάζεται να έρχεται στο καμπαρέ και να δείχνει σκίτσα γυναικών για να τις προωθήσει. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνη την χρονιά και είναι η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία που η τεχνική επεξεργασία της έγινε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα. Την μουσική της ταινίας έγραψε ο Γιάννης Σπανός.


Η Παριζιάνα
(1969)
Η Φίνος Φιλμ το 1969 προβάλει την Παριζιάνα του Γιάννη Δαλιανίδη με τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Χρόνη Εξαρχάκο, τον Βαγγέλη Σειληνό, την Έρρικα Μπρόγιερ, τον Κώστα Καρρά σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και με τις χορογραφίες του Γιάννη Φλερύ. Η Πελαγία Καραμπουμπούνα είναι μια συνοικιακή μοδίστρα, αυτή που ράβει την Σούζη που και ψεύδεται και τρώει. Η αδερφή της της προτείνει να ανοίξει μπουτίκ στο Κολωνάκι. Μαζί με φίλους τους, όπως τον Λεωνίδα-Λεό, πηγαίνουν στην Μύκονο για φωτογράφηση και εκείνη παρουσιάζεται ως Πελαζί εκ Γαλλίας. Εκεί γνωρίζει και παντρεύεται ένα πλούσιο ελληνοαμερικανό, ο οποίος όμως σκοτώνεται στο ταξίδι του μέλιτος. Φίλος της αδερφής της είναι ο ζωγράφος Λεωνίδας που το έχει κάνει Λεό για να γαλλοφέρνει για λόγους που έχουμε προαναφέρει. "Μπορεί να πεινάσω, μπορεί να υποφέρω, δεν προδίδω όμως την τέχνη μου", αναφωνεί καθώς ζωγραφίζει την αδερφή της Βλαχοπούλου. Και πράγματι, πεινάει συνεχώς, τρώει ό,τι βρει στο σπίτι της Βλαχοπούλου. Φοράει φουλάρια και έχει ένα μποέμ αέρα, με ρούχα λερωμένα. "Λεωνίδα είσαι τρελός" του λέει και απαντά "Είμαι καλλιτέχνης", όταν βλέπει το έργο που την αναπαριστά και δεν την ενθουσιάζει ο σουρεαλισμός του που παραπέμπει στον ευρωπαϊκό σουρεαλισμό, τύπου Dali ή Magritte. Τότε εκείνος της λέει "Κάνω μοντέρνα ζωγραφική για να είμαι σύμφωνος με το πνεύμα της εποχής μου", μια εποχή που στην Ελλάδα εξακολουθεί να υποτιμάται η μοντέρνα ζωγραφική, παρότι στο εξωτερικό περνάμε σταδιακά από το μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό. Στην Μύκονο μάλιστα όταν πηγαίνει, για να πείσει, μετατρέπεται σε πιο θηλυπρεπή και κοσμοπολίτη.


Ο Αχαΐρευτος (1970)
Ο Αχαΐρευτος του Μάρκου Μαλλιαράκη είναι ο Μίλτος Κουρκουτούλης (Σωτήρης Μουστάκας), ένας φτωχός ζωγράφος ο οποίος είναι ερωτευμένος με την Λίτσα (Μαρία Μπονέλου), κόρη ενός ταβερνιάρη της περιοχής. Όταν μαθαίνει πως θα πάρει μια μεγάλη κληρονομιά, τότε θα μπει στην ζωή του η πονηρή Πόπη (Μιράντα Ζαφειροπούλου) με την οποία θα ξεμυαλιστεί. Η ταινία δεν πήγε καλά εισπρακτικά εκείνη την χρονιά. Φτωχός, χρωστάει επτά μήνες ενοίκιο. Ζωγραφίζει μέσα στο μικρό και φτωχό του σπίτι που ταυτόχρονα έχει και ως εργαστήριο. Κάποια στιγμή έρχονται δυο μεγαλοαστοί που θέλουν να αγοράσουν πίνακες του για να καλύψουν κάποια ελαττώματα του τοίχου, όπως λένε, κάτι που δείχνει τον τρόπο αντιμετώπισης της τέχνης εκείνη την εποχή. Δεν τους αρέσουν τα έργα του. "Τα δέντρα φαίνονται σαν δέντρα, τα μάτια και τα αυτιά είναι στην θέση τους. Τέχνη είναι αυτή;" "Τι θέλετε;  να βλέπω ψάρια και να ζωγραφίζω μπανάνες;". Αυτός ο διάλογος ανάμεσα τους, αποτυπώνει την διάσταση απόψεων και αισθητικών επιλογών. Από την μια εκείνοι που αποδέχονται τον μοντερνισμό ή τέλοσπάντων κάνουν πως τον αποδέχονται για να μοιάζουν μοντέρνοι και από την άλλοι εκείνοι που παραμένουν πιστοί στην παραστατικότητα. Η Ελλάδα άργησε να αποδεχτεί την αφαίρεση. Κατά την δεκαετία του 1960 αρχίζει να ακμάζει η αφαίρεση στη χώρα μας και αυτό κατά μίμηση σε μεγάλο βαθμό των διεθνών τάσεων. Για παράδειγμα, στην Μπιενάλε της Βενετίας, την σημαντικότερη καλλιτεχνική συνάντηση στον κόσμο, μέχρι το 1958 η Ελλάδα έστελνε παραστατικούς ζωγράφους, όπως το 1958, τους ζωγράφους Γιάννη Μόραλη και Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο. Λόγω της αποτυχίας να κερδίσουν βραβείο και να λάβουν θετικές κριτικές, το 1960 και 1962 αναγκάζονται να στείλουν πιο αφαιρετικά έργα, όπως τον Σπυρόπουλο και Κοντόπουλο το 1960, με τον πρώτο να βραβεύεται και τον Χρήστο Καπράλο το 1962, ενώ το 1964 πήγε ο Νίκος Νικολάου με πιο αφαιρετικά έργα, ο Γιώργος Ζογγολόπουλος και ο Κώστας Κουλεντιανός αλλά και ο πιο παραστατικός Σπύρος Βασιλείου. Η χαράκτρια Βάσω Κατράκη είχε επισκεφτεί την Μπιενάλε του 1960 και είχε απορήσει αν έβλεπε έκθεση ή τσίρκο, κάτι που απηχεί τις απόψεις πολλών εκείνη την περίοδο. Όταν λοιπόν οι πελάτες του του δείχνουν τι έργα προτιμάνε, εκείνος ειρωνικά τους απαντά "αυτό δεν είναι έργο, είναι σταυρόλεξο".



Safe Sex
(1999)

Το Safe Sex είναι μια από τις πιο επιτυχημένες εισπρακτικά ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Συγκεκριμένα, την χρονιά που βγήκε, το 1999, έγινε η πιο επιτυχημένη ελληνική ταινία ever, ξεπερνώντας σε εισιτήρια την Υπολοχαγό Νατάσα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που μέχρι τότε κατείχε το ρεκόρ. Το ρεκόρ των 1,5 εκατομμύριων εισιτηρίων του Safe Sex, το έχει ξεπεράσει μέχρι σήμερα μόνο η Πολίτικη Κουζίνα (2003) του Τάσου Μπουλμέτη. Πρόκειται για την πρώτη κινηματογραφική ταινία του συγγραφικού διδύμου Θανάση Παπαθανασίου-Μιχάλη Ρέππα, γνωστοί και καταξιωμένοι ήδη από την τηλεόραση (Τρείς Χάριτες, Δις Εξαμαρτείν) και το θέατρο. Θα ακολουθήσουν και άλλες, όπως το Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο, το Οξυγόνο και το Αυστηρώς Κατάλληλο. Το Safe Sex είναι μια σπονδυλωτή ταινία με διάφορες ιστορίες, κυρίως ερωτικού περιεχομένου και ενδιαφέροντος. Οι ιστορίες των ηρώων γυρνούν γύρω από ζητήματα αγάπης, έρωτα και σεξ. Μια πλειάδα γνωστών ηθοποιών παρελαύνουν στην ταινία, ανάμεσα τους οι Ρένια Λουιζίδου, Ελένη Καστάνη, Ελένη Γερασιμίδου, Παύλος Χαϊκάλης, Τάσος Χαλκιάς, Δημήτρης Καταλειφός, Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Νένα Μεντή, Σπύρος Παπαδόπουλος, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Άννα Παναγιωτοπούλου, Εβελίνα Παπούλια, Μίνα Αδαμάκη, Τζέσυ Παπουτσή, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Κρατερός Κατσούλης, Κώστας Κόκλας, Μαρία Καβογιάννη, Πηνελόπη Πιτσούλη, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Σπεράντζα Βρανά και άλλοι. Στην ταινία παίζει και ο ίδιος ο Μιχάλης Ρέππας, σύντροφος της Ρένιας Λουιζίδου στην ταινία και καλλιτέχνης στο επάγγελμα. "Κάθεσαι όλη και μέρα και τα ξύνεις" του λέει εκείνη. "Τα ξύνω;" της απαντάει  εκείνος για του πει ειρωνικά "Κάνεις τέχνη!". Εκείνη δεν καταλαβαίνει τα έργα του και δεν αντέχει το ότι δεν κάνει τίποτα άλλο πέρα από τα έργα του (ζωγραφική και γλυπτική). "Πόσους πίνακες πούλησες φέτος,  πέρσι, πρόπερσι" του λέει νευριασμένη για το γεγονός ότι εκείνος είναι ένας άφραγκος δημιουργός. "Και ο Van Gogh πούλησε μόνο ένα έργο", χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον ζωγράφο που ούτε εκτιμήθηκε ούτε κατανοήθηκε στην εποχή του, ζούσε φτωχά και πέθανε στην αφάνεια για να γίνει μετά  θάνατον ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους όλων των εποχών. "Δεν με ενδιαφέρει να πουλάω", βασικό στερεότυπο του καλλιτέχνη που δεν ενδιαφέρεται για την εμπορικότητα της τέχνης του παρά μόνο για την ίδια την δημιουργική διαδικασία την οποία θεωρεί ανώτερο από οτιδήποτε πρακτικό. Κυκλοφορεί συνεχώς με τα ρούχα της δουλειάς του, βρώμικες στολές, ειδικές για να ζωγραφίζει. 



Χαλβάη 5-0
(2020)

Η πρώτη απόπειρα του Μάρκου Σεφερλή στον κινηματογράφο δεν θα μπορούσε να έχει ένα διαφορετικό τίτλο. Απευθύνεται ξεκάθαρα στο κοινό που τον παρακολουθεί εδώ και πολλά χρόνια στο Δελφινάριο και τις κατά καιρούς τηλεοπτικές εμφανίσεις του, χαρίζοντας γέλιο τουλάχιστον σε εκείνους. Η υπόθεση αφορά ένα μυστήριο, μια δολοφονία την οποία καλείται να εξιχνιάσει ο αστυνόμος Μπέκρας, αντί του γνωστού λογοτεχνικού ήρωα Μπέκα. Μια πλούσια οικογένεια, που βιώνει την θλίψη από τον χαμό του πατέρα της οικογένειας, ή μπορεί και όχι τόσο μεγάλη θλίψη. Η μητέρα (Ελένη Καστάνη) κρύβει μυστικά, όπως και η κόρη αλλά και ο γιος, τον οποίο υποδύεται η τραγουδιστής Nivo του δημοφιλούς συγκροτήματος Goin' Through. Ο γιος είναι ζωγράφος και κατά πώς φαίνεται,  ομοφυλόφιλος ή τέλος πάντων μια κωμική εκδοχή αυτού. Τα στερεότυπα τα οποία χρησιμοποιούνται είναι δύο. Το πρώτο είναι η σύνδεση του καλλιτέχνη με την ομοφυλοφιλία αλλά και με μια συγκεκριμένη αποτύπωση της ομοφυλοφιλίας, ως ενός απίστευτα θηλυπρεπούς άντρα, τόσο στην κινησιολογία του όσο και στο ντύσιμό του, καταλήγοντας όμως να είναι καρικατούρα. Το δεύτερο στερεότυπο είναι η ακατανοησία της σύγχρονης τέχνης και η καλλιτεχνική αυθαιρεσία, μιας και ο ζωγράφος Louis δημιουργεί αφαιρετικά έργα, τα οποία γελοιοποιούνται από τον Μπέκρα. Όταν ο Louis του λέει ότι κάνει έργα που συνδυάζουν τον εξπρεσιονισμό με τον σουρεαλισμό, τον ντανταϊσμό, τον μινιμαλισμό και άλλους εικαστικούς -ισμούς, και όλο αυτό λέγεται...τότε τον διακόπτει ο Μπέκρας για να του πει πως λέγεται μουτζουραλισμός. Ακόμα και το γαλλικό όνομα υποδηλώνει τόσο την υπόρρητη σύνδεση του καλλιτέχνη με την Γαλλία, όσο και την σύνδεση του ευγενή Γάλλου με την θηλυπρέπεια και άρα με την ομοφυλοφιλία. 

Πραγματικοί καλλιτέχνες


Θεόφιλος
(1987)

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει μακρά κινηματογραφική παράδοση στο να γίνονται βιογραφικές ταινίες για ζωές ελλήνων καλλιτεχνών (ζωγράφων, γλυπτών, χαρακτών, αρχιτεκτόνων). Θα μπορούσαμε ίσως να είχαμε μια μυθοπλαστική (δεν μιλάμε για ντοκιμαντέρ) για τον Γιάννη Τσαρούχη, για τον Φώτη Κόντογλου, για την Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα ή την Θάλεια Φλωρά-Καραβία αλλά όχι, έχουμε ελάχιστες. Μια από αυτές είναι βέβαια για τον Θεόφιλο Χατζιμιχαήλ, τον μυτιληνιό λαϊκό ζωγράφο που δεν γνώρισε την καταξίωση μέχρι να τον επανακαλύψουν οι ζωγράφοι της γενιάς του '30, μέσα στα πλαίσια της λεγόμενης ελληνικότητας. Ο Λάκης Παπαστάθης, ίσως γνωστότερο για την θρυλική σειρά Παρασκήνιο στην κρατική τηλεόραση. Γνώστης επομένως του ντοκιμαντέρ και της αναπαράστασης στιγμών από την ζωή μιας εξέχουσας προσωπικότητας, ο Παπαστάθης δημιουργεί το 1987 την ταινία Θεόφιλος με τον Δημήτρη Καταλειφό να υποδύεται τον αυτοδίδακτο ζωγράφο, ενώ συμμετέχουν οι Σταμάτης Φασουλής, Υβόννη Μαλτέζου, Θόδωρος Έξαρχος και άλλοι. Η ταινία προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας το βραβείο καλύτερης ταινίας, ανδρικής ερμηνείας και κοστουμιών για την Ιουλία Σταυρίδου. Ο Θεόφιλος ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου, που του άρεσε να κυκλοφορεί με την παραδοσιακή φουστανέλα, παρότι γεννήθηκε πάνω από τριάντα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, συγκεκριμένα το 1868 και πέθανε το 1934. Γνωστός τον έκανε ο συμπατριώτης του, ο Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστός στην Γαλλία ως Τεριάντ. Μέχρι τότε πολλοί γελούσαν μαζί του και τον υποτιμούσαν. Ο Ελευθεριάδης συνέβαλε στο να δημιουργεί το Μουσείο Θεόφιλου στην Λέσβο. Εκείνος μάλιστα του διοργάνωσε μεγάλη έκθεση στο Λούβρο το 1961. Στην ταινία ο Θεόφιλος παρουσιάζεται με σεβασμό απέναντι στην προσφορά του αλλά και με μια ναΐφ διάθεση που αντανακλά και το στιλ του. Τον αντιμετωπίζει σαν ήρωα, που ταλαιπωρήθηκε, υποτιμήθηκε, χλευάστηκε ως σοβατζής. Εστιάζει περισσότερο στην ζωή του και λιγότερο στο πώς συνέθεσε μερικά από τα γνωστότερα έργα του. 



El Greco
(2007)

Ο Γιάννης Σμαραγδής έχει πάρει εργολαβία τις κινηματογραφικές βιογραφίες σημαντικών Ελλήνων, όπως του αλεξανδρινού ποιητή Κ.Π. Καβάφη στην ταινία Καβάφης (1996), του κρητικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη στην ταινία Καζαντζάκης (2017), του Ιωάννη Βαρβάκη στο ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι (2012), αλλά και τον διασημότερο παγκοσμίως έλληνα ζωγράφο Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, γνωστό ως El Greco, δηλαδή ο Έλληνας, όπως τον αποκαλούσαν στην Ιταλία και στο Τολέδο της Ισπανίας που έκανε καριέρα, στην ταινία El Greco (2007) με τον Nick Ashdon να υποδύεται τον Δομήνικο, τον Λάκη Λαζόπουλο, την Δήμητρα Ματσούκα, τον Σωτήρη Μουστάκα ως Tiziano, τον δάσκαλό του στην Βενετία, σε σενάριο του Σμαραγδή και μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου, του γνωστού Vangelis. Η ταινία βασίστηκε κυρίως στο βιβλίο του Δημήτρη Σιατόπουλου, "El Greco-ο Ζωγράφος του Θεού". Ακριβώς επειδή δεν είναι βασισμένη σε επιστημονικές μελέτες ιστορίας της τέχνης, έχει αρκετές αυθαιρεσίες, λάθη και αστοχίες, όπως το ότι παραμένει άγνωστο αν πράγματι μαθήτευσε κοντά στον Tiziano, ή αν δεν τα κατάφερε και έφυγε από την Ιταλία. Αλλά ακόμα και αν τον είχε δάσκαλο, σίγουρα δεν θα τον έβλεπε να ζωγραφίζει την Αφροδίτη του Urbino, όπως γίνεται σε μια σκηνή της ταινίας, έργο το οποίο είχε ολοκληρωθεί και πουληθεί λίγα χρόνια πριν την γέννηση του Θεοτοκόπουλου. Όπως επίσης ότι στο εργαστήριο του συνυπάρχουν έργα του διαφορετικών περιόδων. Ασχέτως αυτών, η ταινία λειτουργεί ωσάν αγιογραφία, σαν εκείνες τις βυζαντινότροπες που έκανε ο νεαρός Δομήνικος όσο ζούσε ακόμα στην μεταβυζαντινή Κρήτη. Παρουσιάζεται σαν άγιος, σαν απεσταλμένος σχεδόν του θεού, που με θεϊκό τρόπο ολοκληρώνει τα έργα, σαν το έργο του Caravaggio με τον άγγελο κυρίου που σπρώχνει το χέρι του Ματθαίου να γράψει το Ευαγγέλιο, έτσι σπρώχνει και το χέρι του El Greco στο να ζωγραφίσει τα πρωτοποριακά για την αναγεννησιακή αισθητική έργα του. "Ζωγραφίζω γιατί θέλω να μετατρέψω τους ανθρώπους σε αγίους. Ζωγραφίζω γιατί θέλω να μετατραπούν οι ψυχές τους σε αγνό φως" αναφωνεί κάποια στιγμή μέσα στην ταινία. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είναι ο Christopher Nolan ο σπουδαιότερος σκηνοθέτης της εποχής μας;

Αφιέρωμα: Παλαιστινιακό Σινεμά

Η Υπέροχη Ιστορία του Ρόαλντ Νταλ