Το φαινόμενο του εγκληματία-γκόμενου στην ποπ κουλτούρα

 


   Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση έχει μερικά φετίχ και κάποιες ένοχες απολαύσεις που δεν μπορεί να κρύψει,  ούτε φυσικά να προσποιηθεί πως δεν αγαπά. Ένα από αυτά είναι η αδυναμία που έχει στους serial killers, τους κατά συρροή δολοφόνους ελληνιστί, αλλά και εν γένει παντός είδος εγκληματίες και κακοποιούς. Συχνά βλέπουμε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ιστορίες με εκείνους είτε να πρωταγωνιστούν (συνηθέστερα), είτε να αποτελούν το αντίπαλο δέος του/της καλού πρωταγωνιστή/καλής πρωταγωνίστριας. Άλλες φορές οι ιστορίες είναι βασισμένες σε αληθινά γεγονότα, είτε αυτούσια είτε παραλλαγμένα για αφηγηματικούς λόγους και άλλες φορές προϊόντα της φαντασίας του σεναριογράφου ή του συγγραφέα, όταν βασίζονται σε κάποιο βιβλίο.

   Υπάρχει, ωστόσο, ένα ζήτημα το οποίο θα πρέπει να μας προβληματίσει. Αφορά την αναπαράσταση του serial killer/εγκληματία. Ο τρόπος. Πώς επιλέγουν οι σκηνοθέτες και οι εταιρείες παραγωγής να μας πλασάρουν χαρακτήρες που η δράση τους είναι ούτως ή άλλως απεχθής, αν την τοποθετήσουμε στην σφαίρα του πραγματικού. Εδώ λοιπόν βλέπουμε πως υπάρχουν δύο στερεοτυπικές αναπαραστάσεις του κακού της ταινίας, και οι δύο εξίσου προβληματικές, αν και εν προκειμένω θα μας απασχολήσει περισσότερο η μία από τις δύο. Αυτή που δεν θα μας απασχολήσει στο παρόν κείμενο τόσο πολύ, ίσως σε κάποιο μελλοντικό, είναι η εικόνα του εγκληματία ως άσχημου, παραμορφωμένου, παράταιρου και αποκρουστικού ακόμα και στην όψη. Το κακό της ψυχής του, δηλαδή, αντανακλάται στην εικόνα και έτσι ψυχή και όψη ταυτίζονται. Άλλωστε, και στην ελληνική αρχαιότητα πίστευαν σε κάτι παρόμοιο. Ο λόγος που ήταν υπέρμαχοι της εμφανισιακής ομορφιάς και του καλοσχηματισμένου σώματος είναι επειδή θεωρούσαν ότι το σώμα και η όψη αντικατοπτρίζει την εσωτερική καλοσύνη, επομένως αν το θέσουμε σχηματικά, όσο ομορφότερος τόσο καλύτερος. Τα κριτήρια βέβαια που οδηγούν στο να παρουσιάζουν τους serial killers ως τέρατα δεν προέρχονται από αυτή την άποψη αλλά από μια ιδέα άκρως ρατσιστική, που έχει προκαλέσει αντιδράσεις τα τελευταία χρόνια. Θεωρούν ότι η ασχήμια και οι σωματικές παραμορφώσεις, όπως ουλές, δυσκαμψίες, παντός είδους αναπηρία, δημιουργούν μια αρνητική και απεχθή εικόνα για τον άνθρωπο και έτσι θα πείσει ότι είναι κακός. Τέτοιου είδους τερατόμορφες εκδοχές της εγκληματικής συνείδησης, μια σύνδεση που γινόταν κατά τον 19ο αιώνα από μερικούς ανθρωπολόγους-εγκληματολόγους, βρίσκουμε στο Friday the 13th με τον Jason Voorhees, στο Halloween με τον Michael Myers, στο Saw τον Jigsaw, στο A Nightmare in Elm Street με τον Freddy Krueger. Τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε σταματήσει να βλέπουμε ανθρώπους με κάποια παραμόρφωση ως κακούς, είτε είναι ο Javier Bardem είτε πιο πρόσφατα η Anne Hathaway στο The Witches, που προκάλεσε μεγάλη αντίδραση.

    Στον αντίποδα συναντάμε το δεύτερο στερεότυπο, σύμφωνα με το οποίο ο serial killer είναι ένας όμορφος και σέξι άντρας, τον οποίο ερωτεύονται οι γυναίκες (που αποτελούν άλλωστε και τα συνηθέστερα θύματά του), με διάφορα ψυχολογικά προβλήματα, πολλά εκ των οποίων απορρέουν από την σχέση του με τις γυναίκες, πετώντας το μπαλάκι ευθυνών σε εκείνες. Δεν έχει την όψη εγκληματία, δεν προκαλεί καχυποψία στους υπόλοιπους και ανενόχλητος εξακολουθεί την δράση του, χρησιμοποιώντας την εμφάνισή του. Εξιδανικεύεται πολλές φορές η εγκληματική φύση του, η οποία συνδέεται με ψυχολογικής φύσης προβλήματα, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα αποτρόπαια εγκλήματά του. Ο serial killer έχει σεξουαλικοποιηθεί, έχει γίνει το κακό αγόρι που αρέσει στα κορίτσια, ξεχνώντας ότι δεν είναι απλώς το bad boy των ερωτικών φαντασιώσεων αλλά ένας δολοφόνος ή βιαστής. Έχει πλέον μετατραπεί σε ένα όμορφο αγόρι ή γοητευτικό άντρα που είναι έξυπνος συν τοις άλλοις και πείθει όλους με το χάρισμά του. Έχει συνδεθεί επικίνδυνα η εγκληματική φύση με την ευφυΐα και την οξύνοια, σχεδόν αντιμετωπίζεται από την ποπ κουλτούρα ως υπεράνθρωπος, που συνδυάζει θεία ομορφιά και απίστευτη εξυπνάδα, αλλά τα χρησιμοποιεί για κακό. Είναι ενδιαφέρον (αν και επίφοβο) να παρακολουθεί κανείς το πόσο αρέσουν αυτοί οι τύποι, όπως τουλάχιστον παρουσιάζονται, και πόσο κόσμο εν τέλει παίρνουν με το μέρος τους, καταλήγοντας να γίνει ο πρωταγωνιστής-ήρωας που θέλεις να κερδίσει. Από δολοφόνος/εκτελεστής/βιαστής κατέληξε να είναι ένας super hot και κάπως επικίνδυνο γκόμενος. 

   


Ένας πραγματικός κατά συρροή δολοφόνος που έχει ιδωθεί βάσει του συγκεκριμένου πρίσματος είναι ο Charles Manson. Πρόκειται για έναν από τους πιο διαβόητους κακοποιούς, με δράση στα 60s και 70s, μαζί με την συμμορία Manson ή όπως οι ίδιοι έλεγαν "Οικογένεια Manson". Ευθύνονται για μια σειρά από δολοφονίες, ανάμεσα στις οποίες και της εγκύου ηθοποιού και συζύγου του Roman Polanski, Sharon Tate, που δολοφονήθηκε το 1969, ενώ ήταν στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης. Ο Manson είχε πιστούς οπαδούς, ανάμεσα τους και πολλούς χίπις της εποχής. Ήταν ο γκουρού τους, ο εμπνευστής τους για μια σειρά από φόνους, που είχαν ως στόχο να στείλουν, υποτίθεται, ένα μήνυμα. Για παράδειγμα, δολοφονώντας την Tate, δολοφόνησαν ένα πανέμορφο και νεαρό σύμβολο του Χόλιγουντ και άρα ενός συστήματος απόκλισης και στήριξης του καπιταλιστικού συστήματος. Εκείνοι, και φυσικά ο Manson, προβάλλονταν ως αντισυστημικοί, αναρχικοί, ενώ δεν ήταν τίποτα παραπάνω από κοινοί δολοφόνοι. Ο Damon Herriman υποδύθηκε δύο φορές τον Manson, μια φορά στην σειρά του Netflix, Mindhunter, του David Fincher και στην ταινία του Quentin Tarantino, Once upon a time in Hollywood. Και στις δύο περιπτώσεις ο Manson είναι ένας σοφός, όμορφος άντρας, και όσον αφορά ιδιαίτερα την ταινία του Tarantino, έχει μια σειρά από όμορφους και όμορφες ακολούθους που θα κάνουν τα πάντα για εκείνον. Εκείνος δεν εμφανίζεται πολύ, είναι σαν τον θεό δεν εμφανίζεται και βλέπουμε μόνο τους πιστούς του. Οι πιστοί είναι φανατικοί, είναι μεθυσμένοι από το ποίημα που τους πλάσαρε και είναι και εκείνοι νέοι και όμορφοι, αμφισβητίες ενός συστήματος ανύπαρκτου ή φανταστικού. Στο Charlie Says βλέπουμε έναν άλλο όμορφο νεαρό να υποδύεται τον Manson, τον Matt Smith, αυτόν που υποδύθηκε τον πρίγκιπα Φίλιππο στις δύο πρώτες σεζόν του The Crown. Η ταινία της Mary Harron παθιάζεται μαζί του, τον βλέπει σαν ένα ιδανικό και παρακολουθούμε και την δράση ακολούθων του, μέσα από την οποία εξυφαίνεται και δική του πορεία. Την Mary Harron την λες και παθιασμένη με το έγκλημα, μιας και σκηνοθέτησε το I Shot Andy Warhol (1996) για την απόπειρα δολοφονίας του δημοφιλούς εικαστικού της Ποπ Αρτ και έπειτα το American Psycho (2000).


Στο American Psycho βρισκόμαστε στο 1987. Ο Patrick Bateman είναι ένας νέος, πλούσιος αλλά και ψυχρός χρηματιστής της Γουόλ Στριτ που διακατέχεται από την ψύχωση της κοινωνικής επίδειξης. Ταυτόχρονα, επιδίδεται σε φόνους, βιασμούς και άλλες αποτρόπαιες πράξεις, τις οποίες δεν αντιλαμβάνεται κανείς, ίσως επειδή μπορεί να είναι και στο μυαλό του. Η Harron με την Guinevere Turner διασκευάζουν το ομώνυμο βιβλίο του 1991 του Bret Easton Ellis με τον Christian Bale πρωταγωνιστή και πλάι του οι Willem Dafoe, Jared Leto, Chloe Sevigny, Justin Theroux και Reese Witherspoon. Ένας νεοϋορκέζος γιάπης που ταυτόχρονα είναι ένας αιμοδιψής, ψυχοπαθής serial killer. Πανέμορφος και σέξι κατά τα άλλα και μάλιστα η ταινία τον αντιμετωπίζει ως τέτοιον, σαν ωραίος, σέξι πρωταγωνιστής τσόντας που γ...και δέρνει, στην κυριολεξία. Αρχικά υπήρξε η προοπτική να το σκηνοθετήσει ο David Cronenberg, μετρ του torture thriller, έπειτα ο Oliver Stone με τον Leonardo di Caprio πρωταγωνιστή (ή τον Edward Norton) αλλά εκείνος προτίμησε την Παραλία. Το 2002 κυκλοφόρησε και ένα σίκουελ με άλλους συντελεστές και άλλη ιστορία. Ο ήρωας είναι έξυπνος, επιτυχημένος, όμορφος με όλο το μέλλον μπροστά του, αυτά που στερεοτυπικά ζητάει μια γυναίκα τα διαθέτει, απλώς τυγχάνει να είναι φονιάς και βιαστής. Παρόλα αυτά συμπαθήθηκε ως ήρωας, δεν είναι ο κλασικός κινηματογραφικός evil, αλλά κάποιος που μπορείς και να συμπαθήσεις ή κατανοήσεις, παρά τα όσα έχει διαπράξει ή ίσως και λόγω αυτών, που στο συλλογικό ασυνείδητο τον μετατρέπουν σε ακόμα εντονότερα σέξι. 


Πριν γίνουν όλα αυτά όμως, υπήρξε ο Peeping Tom (1960). Peeping Tom είναι  μια φράση που στην βρετανική αργκό σημαίνει ηδονοβλεψίας, ματάκιας. Η ταινία του Michael Powell, που ειρήσθω εν παρόδω δεν κατάφερε να κάνει σκηνοθετική καριέρα έπειτα από αυτή την ταινία, μιλάει για τον Mark Lewis, έναν γοητευτικό νέο φωτογράφο και κινηματογραφιστή που όμως πίσω από το φαινομενικά αγνό πρόσωπό του κρύβει έναν serial killer με ένα συγκεκριμένο βίτσιο, να τραβάει με την κάμερα του τις γυναίκες που σκοτώνει ώστε να βιντεοσκοπεί τις γκριμάτσες τους την στιγμή που πεθαίνουν. Η ταινία κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με το Ψυχώ του Χίτσκοκ αλλά δεν κατάφερε να κάνει επιτυχία, αντιθέτως κατακρεουργήθηκε από κριτικούς της εποχής. Σήμερα όμως δεσπόζει σε λίστες με τις σπουδαιότερες ταινίες του είδους, με τον Martin Scorsese να θεωρεί ότι το φελινικό 8 1/2 και αυτό είναι οι ταινίες που μπορούν να πουν τα πάντα σχετικά με την σκηνοθεσία μιας ταινίας. Άλλωστε, ο Mark χρησιμοποιεί το εργαλείο της δουλειάς ως μέσο καταγραφής των βασανιστηρίων του. Για το Ψυχώ που συνδυάζει την παρενδυσία με τον τρόμο είναι μια άλλη ιστορία που δεν θα αναλυθεί επί της παρούσης. Πάντως, ο Mark εύκολα ξελογιάζει γυναίκες, χάρη στην ομορφιά του και τις οδηγεί στον θάνατο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην τελευταία μέχρι στιγμής ταινία του δανού προβοκάτορα σκηνοθέτη Lars von Trier.


Το The House that Jack Built (2018), όπως και το American Psycho, προσεγγίζει την υπόθεση βάσει του πώς την βλέπει και πώς την προσλαμβάνει ο ίδιος ο serial killer. Η δική του οπτική, η δική του ιστορία, εκείνος είναι ο ήρωας. Όπως και στο Peeping Tom, έχουμε έναν άνδρα που αρέσκεται στο να βασανίζει και να σκοτώνει γυναίκες, κυρίως. Μια ταινία Trier είναι και πολλά άλλα, καθώς πολλά μπορείς να καταλογίσεις στον δανό σκηνοθέτη, αλλά όχι ότι δεν είναι ένας από τους σπουδαιότερους ευρωπαίους δημιουργούς. Ο Matt Dillon υποδύεται τον Jack του τίτλου, που μαζί με τον Βιργίλιο (Bruno Ganz), ναι τον ρωμαίο ποιητή που μαζί με τον Δάντη είχαν κατέβει ως την κόλαση στην Θεία Κωμωδία, καταβυθίζεται στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Ο Trier έχει κατηγορηθεί ως μισάνθρωπος, ως μισογύνης, ότι δεν συμπαθεί τους ήρωες του. Και τι κάνει ο Trier όταν ακούει να τον κατηγορούν; Κάνει μια ταινία που επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των κατακριτών του και μάλιστα με το παραπάνω. Κάνει μια ταινία που προκάλεσε σάλο στις Κάννες που προβλήθηκε εκτός διαγωνισμού, έχοντας έναν γοητευτικό και απίστευτα ευφυή serial killer που σκοτώνει όμορφες και ηλίθιες γυναίκες τις οποίες ξεγελά με τρομερή ευκολία. Τις βασανίζει, σε μια σκοτώνει τα παιδιά (γιατί όπως λέει και το στιχάκι που έχει βγει για αυτόν "Τρίερ σ αγαπώ, Τρίερ είσαι ο ένας, παιδάκι σκοτώνεται δεν έδειξε κανένας"), σε μια άλλη της κόβει το ένα στήθος και στην συνέχεια το διπλώνει για να το κάνει πορτοφόλι. Γενικά, ήρεμα πράγματα. Δεν θα μιλήσω για την ίδια την ταινία, γιατί ως θαυμαστής του σκηνοθέτη, δεν έχω να πω κάτι κακό ή κάτι που δεν μ άρεσε. Αλλά το στερεότυπο του όμορφου και ανώτερου από τις γυναίκες άντρα, που τις κάνει ό,τι θέλει και έπειτα τις σκοτώνει ψυχαναγκαστικά, υπάρχει και δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε. 


Μια άλλη κατηγορία όμορφου εγκληματία είναι εκείνη του απαγωγέα-βιαστή που παράλληλα είναι και όμορφος γκόμενος, τόσο ώστε να ξελογιάσει την κοπέλα και έπειτα βέβαια να την οδηγήσει στο μαρτύριο, όπως ακριβώς συμβαίνει στο Berlin Syndrome (2017) της Cate Shortland. Να σημειωθεί ότι από όσες ταινίες έχουν εξεταστεί ως τώρα, οι τρεις είναι σκηνοθετημένες από γυναίκες. Το Berlin Syndrome παίρνει το όνομα του από το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, όταν δηλαδή το θύμα ερωτεύεται τον θύτη, και αλλάζει η πόλη από Στοκχόλμη σε Βερολίνο, απλώς επειδή διαδραματίζεται στο Βερολίνο. Η Teresa Palmer υποδύεται μια αυστραλή τουρίστρια που έχει πάει στο Βερολίνο. Εκεί θα γνωρίσει έναν γηγενή, τον οποίο υποδύεται ο Max Riemelt και θα γεννηθεί ένας έρωτας. Εκείνη θα δεχτεί να πάει σπίτι του και να κοιμηθεί εκεί, γοητευμένη από το όμορφο παρουσιαστικό του και τους καλούς τρόπους. Οι καλοί τρόποι θα εξαφανιστούν, όταν το επόμενο πρωί δεν την αφήνει να φύγει, την δένει στο κρεβάτι και την κάνει ό,τι θέλει. Αρχίζουν να την αναζητούν, πού έχει εξαφανιστεί αλλά δεν την βρίσκουν. Έξυπνος, ξέρει να αποφεύγει όσους τον καταδιώκουν.


Αντιστοίχως στο The Paramedic (2020), τον Τραυματιοφορέα του Netflix, ένα ισπανικό ψυχολογικό θρίλερ του Carles Torras με τον Mario Casas, έχουμε έναν γοητευτικό νεαρό άνδρα που έχει σχέση με μια γυναίκα που νομίζει ότι τον απατά. Ζηλιάρης πολύ, την παρακολουθεί σε σημείο που εκείνη πλέον δεν αντέχει την πίεση που της ασκεί και τον παρατά. Εκείνος δεν ησυχάζει και έτσι μια μέρα την προσκαλεί σπίτι του να μαζέψει όσα πράγματα έχει αφήσει. Φαντάζει ακίνδυνος, όχι μόνο λόγω της πειθούς και της ευφυίας του αλλά και λόγω της αναπηρίας εξαιτίας ενός ατυχήματος κατά την διάρκεια της δουλειάς. Θα της βάλει κάτι στο ποτό της, θα κοιμηθεί και όταν ξυπνήσει θα βρεθεί δεμένη στο κρεβάτι του και έρμαιο των ορέξεων του. Φυσικά θα οδηγηθεί και σε άλλους φόνους, μιας και έγινε η αρχή, αλλά το θέμα είναι ότι και εδώ ο άντρας εγκληματίας παρουσιάζεται ως θύμα κάποιων καταστάσεων, με μια διάθεση συμπόνιας προς όσα έγιναν, σε σημείο να ρίχνονται ευθύνες και αλλού και όχι μόνο στην ψυχοπαθή κατάστασή του, όπως θα έπρεπε. Βέβαια η μεγαλύτερη προσπάθεια να συμπαθήσει κάποιος έναν serial killer και να ακολουθεί πιστά τις δράσεις του γίνεται στην σειρά του Showtime Dexter του James Manos Jr. με τον Michael C. Hall. Επί οκτώ σεζόν τον είδαμε να ερωτεύεται, να νιώθει, να αισθάνεται, να βοηθά και εν τέλει να γίνεται συμπαθής και ακόμα και η θεία δίκη του τέλους να φαντάζει άδικη ή σκληρή για πολλούς, λησμονώντας τα όσα έχει κάνει. 


Και μιας και μιλάμε για ψυχοπαθείς δεν μπορεί να μην πάει το μυαλό μας στην σειρά You (2018) του Netflix. Η σειρά των Greg Berlanti και Sera Gamble, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Caroline Kepnes αφηγείται την ιστορία του Joe Goldberg, ενός νεαρού νεοϋορκέζου βιβλιοπώλη που ερωτεύεται ξαφνικά την Guinevere Beck, μια πελάτισσα. Τόσο πολύ που αρχίζει να την παρακολουθεί, να παθαίνει εμμονή μαζί της, κάτι που ξεπερνά τα όρια της αγάπης ή του έρωτα και καταλήγει σε παρανοϊκές συμπεριφορές, όπως να εισβάλλει σπίτι της, ή εν τέλει να την βασανίζει κλείνοντάς την σε ένα αυτοσχέδιο κελί, και σκοτώνοντας όποιον ανακαλύπτει κάτι. Μετατρέπεται από ερωτευμένο σε έναν serial killer. Η σειρά προβλήθηκε και δεύτερη σεζόν, συνεχίζοντας τους βασανισμούς γυναικών -και όχι μόνο- ενώ έχει ανανεωθεί και τρίτη σεζόν, η οποία πρόκειται να βγει μέσα στο 2021. Η σειρά είχε μεγάλη επιτυχία και πολλοί συμπάθησαν τον όμορφο και γλυκό ψυχοπαθή, τον οποίο υποδύεται εξαιρετικά ο Penn Badgley. Και εδώ βλέπουμε την δική του ιστορία, το τι συμβαίνει βάσει της δικής του οπτικής γωνίας και μόνο απορία μπορεί να προκαλέσει η συμπάθεια ή η ταύτιση που μπορεί να νιώσει κάποιος με την ακραία αυτή διαχείριση του έρωτα ή της απόρριψής του. Άλλωστε, όπως σοφά έχει πει ο Μενέλαος Λουντέμης "αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ. Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά".


Και κλείνουμε με έναν ακόμα πραγματικό serial killer και μια ταινία που προκάλεσε αντιδράσεις και πολλές συζητήσεις. Το Extremely Wicked, Shockingly Evil and Vile (2019) διηγείται την ιστορία του Ted Bundy, ενός όμορφου και ευφυούς φοιτητής νομικής, υπεράνω πάσης υποψίας που κατά τα  70s, δολοφόνησε πάνω από τριάντα γυναίκες. Εξαιρετικά διεστραμμένος, σοκαριστικά διαβολικός και απεχθής απεφάνθη ο δικαστής (τον οποίο υποδύεται ο John Malkovich), εξού και ο τίτλος της ταινίας. Στα ελληνικά όμως προτιμήθηκε ο τίτλος "Τεντ Μπάντι, ένας γοητευτικός δολοφόνος", ένας τίτλος ανησυχητικός, κυρίως όμως γιατί αντανακλά το ύφος της ταινίας, που αδιαφορεί να μας δείξει τα εγκλήματά του και το κακό του προφίλ και αρκείται περισσότερο στο να δείχνει πώς κατάφερε μέσω της γοητείας του και του λέγειν του να ξελογιάσει τις ανόητες γυναίκες. Λίγες μέρες πριν την εκτέλεσή του, ομολόγησε τους φόνους του, επομένως έχουμε να κάνουμε με έναν κατά συρροή δολοφόνο επιβεβαιωμένα, και όχι με ένα όμορφο παλικάρι που συμπεριφέρεται περίεργα. Ο Zac Efron ιδανική επιλογή για τον ρόλο καθώς θυμίζει ελαφρώς τον Bundy, κυρίως ως προς την αθωότητα που έβγαζε. Σκηνοθέτης ο Joe Berlinger που είχε σκηνοθετήσει για το Netflix την σειρά ντοκιμαντέρ Conversations with a killer: The Ted Bundy Tapes και αποφάσισε να το κάνει και ταινία μυθοπλασίας βασιζόμενος στο βιβλίο The Phantom Prince: My Life with Ted Bundy της Elizabeth Kendall, που είχε σχέση με τον δολοφόνο. Ταινία για τον Ted Bundy είχε γίνει και το 2002 (Ted Bundy λεγόταν) του Matthew Bright με τον Michael Reilly Burke. 
   Τι έχουν οι serial killers και καταλήγουν να γίνονται συμπαθείς; Ίσως ο ασυμβίβαστος χαρακτήρες, ότι δεν υπακούν σε κοινωνικές νόρμες και παρανομούν κάνοντας ό,τι νιώθουν. Ίσως και ότι συνήθως επιλέγονται γοητευτικοί άντρες με αποτέλεσμα να καλλιεργείται μέσα από την ποπ κουλτούρα μια εικόνα γοητείας και σεξαπίλ. Ίσως εκφράζει σε κάποιους τα κρυμμένα τους ένστικτα. Όπως και να έχει, θα πρέπει τουλάχιστον να μας προβληματίσει. Κάτι δεν πάει καλά...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είναι ο Christopher Nolan ο σπουδαιότερος σκηνοθέτης της εποχής μας;

Αφιέρωμα: Παλαιστινιακό Σινεμά

Η Υπέροχη Ιστορία του Ρόαλντ Νταλ